Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (ΒΕΑ) στην οικονομική δραστηριότητα αποτελεί σταθερή προτεραιότητα για την κοινοτική ενεργειακή πολιτική, γιατί μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το μείζον πρόβλημα της ενεργειακής σπατάλης στην τελική κατανάλωση ενέργειας και να συμβάλλει σημαντικά στον περιορισμό των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, στην ενίσχυση της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού, στον περιορισμό της εξάρτησης από ακριβές εισαγωγές ενέργειας αλλά και στη μείωση των αιχμών φορτίου ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες
Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (ΒΕΑ) στην οικονομική δραστηριότητα αποτελεί σταθερή προτεραιότητα για την κοινοτική ενεργειακή πολιτική, γιατί μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το μείζον πρόβλημα της ενεργειακής σπατάλης στην τελική κατανάλωση ενέργειας και να συμβάλλει σημαντικά στον περιορισμό των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, στην ενίσχυση της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού, στον περιορισμό της εξάρτησης από ακριβές εισαγωγές ενέργειας αλλά και στη μείωση των αιχμών φορτίου ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Γι’ αυτό και στο Κοινοτικό Δίκαιο έχει αναπτυχθεί ένα ευρύ σύνολο Οδηγιών και Κανονισμών, όπως π.χ. ο Κανονισμός Energy Star, η Οδηγία ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, οικολογικού σχεδιασμού (Eco-design), ενεργειακής σήμανσης (με οκτώ Οδηγίες εφαρμογής της).

H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε προετοιμάσει κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για τη μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2006/32/Ε.Κ. με ρυθμίσεις που αφορούν και επηρεάζουν όλες τις κοινωνικές και οικονομικές ομάδες.

Η μεγάλη καινοτομία του σχεδίου νόμου είναι η εισαγωγή του θεσμού της Χρηματοδότησης από Τρίτους (ΧΑΤ) σε ενεργειακά έργα. Πρόκειται για το άνοιγμα της αγοράς σε νέες Επιχειρήσεις Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ) και προϊόντων μέσω Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ). Η παροχή ενεργειακών υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένη. Στο παρελθόν κάποιες προσπάθειες είχαν γίνει κυρίως για θερμικά ηλιακά συστήματα. Σήμερα, πολλές επιχειρήσεις, τεχνικές, κατασκευαστικές αλλά και προμηθευτές ενεργειακών συστημάτων, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για ολοκληρωμένη δράση στην αγορά αυτή. Συμμετοχή μπορούν να έχουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρείες ακόμη και εταιρείες κοινής ωφέλειας.

Η παροχή ενεργειακών υπηρεσιών συνίσταται, κυρίως, στην εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση, μέσω ειδικής έννομης σχέσης (π.χ. παράδειγμα χρηματοδοτική ή μακροχρόνια μίσθωση), ενεργητικών συστημάτων διαφόρων τεχνολογιών για παραγωγή ενέργειας (αυτόνομα ή σε συνδυασμό για φυσικό αέριο, θερμικά ηλιακά, γεωθερμικές αντλίες), συστημάτων για εξοικονόμηση ενέργειας ή και σε συνδυασμό των δύο αυτών βασικών κατηγοριών. Στους τελικούς χρήστες αυτών των εφαρμογών περιλαμβάνονται ξενοδοχεία, βιομηχανίες, μεγάλα συγκροτήματα κτιρίων κ.λπ. Στη νέα αυτή αγορά θα δραστηριοποιηθούν οι Επιχειρήσεις Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ), οι οποίες θα παρέχουν υπηρεσίες ενεργειακής απόδοσης.

Οι ΕΕΥ θα παρέχουν με δικό τους τεχνολογικό και επενδυτικό κίνδυνο μια ενεργειακά αποδοτικότερη τεχνολογία στον χρήστη, με ίδια χρηματοδότηση ή με χρηματοδότηση από τρίτους (ΧΑΤ), η οποία θα επιφέρει όχι μόνο εξοικονόμηση ενέργειας αλλά και αντίστοιχο, με την εξοικονόμηση οικονομικό όφελος.

Το όφελος αυτό αποτελεί το οικονομικό αντάλλαγμα της ΕΕΥ. Εν προκειμένω, ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τον φορέα χρηματοδότησης και υλοποίησης της επένδυσης, την ΕΕΥ, και όχι από τον τελικό χρήστη για τον οποίο το κόστος είναι μηδενικό. Η επένδυση θα αποπληρώνεται σταδιακά με ένα οικονομικό αντάλλαγμα που θα προσδιορίζεται βάσει του επιτευχθέντος αποτελέσματος σε όρους εξοικονόμησης ενέργειας, δηλαδή μέσω της επιτυχίας του επενδυτικού σχεδίου και της απόδοσης της επένδυσης. Με το πέρας της συμβατικά οριζόμενης περιόδου της παρεχόμενης υπηρεσίας, το όφελος της ενεργειακής εξοικονόμησης θα το επωφελείται εξ ολοκλήρου ο χρήστης μέσω της μειωμένης ενεργειακής του κατανάλωσης και, κατ’ επέκταση, με τη μείωση των λογαριασμών που πληρώνει στους προμηθευτές ενέργειας.

Με δυο λόγια, η παροχή της ενεργειακής υπηρεσίας θα μειώσει την ενέργεια-απόδοση χωρίς κόστος για τον τελικό καταναλωτή, αφού το κέρδος που επιτυγχάνεται από την εξοικονόμηση θα αποπληρώνει το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας.

Πρόκειται για την εισαγωγή χρηματοοικονομικής τεχνικής μέσα στα ενεργειακά προγράμματα αντί της ακολουθούμενης μέχρι σήμερα διαδικασίας παροχής κινήτρων μέσω απευθείας επιχορηγήσεων. Ετσι φιλοδοξούμε να ενεργοποιήσουμε την επιχειρηματική κοινότητα για νέα δράση στον ενεργειακό τομέα.

Ενα παράδειγμα. Ενα παλαιό κτίριο λόγω της εξαιρετικά χαμηλής ενεργειακής του απόδοσης, απαιτεί μεγάλα λειτουργικά έξοδα για θέρμανση, ψύξη, φωτισμό. Ο δε ιδιοκτήτης ή χρήστης του, δεν διαθέτει τους πόρους για να χρηματοδοτήσει τις αναγκαίες παρεμβάσεις αλλά ούτε και τις γνώσεις ή τον χρόνο για να τις οργανώσει και συντονίσει. Η ΕΕΥ μπορεί να παρέχει αυτήν ακριβώς την υπηρεσία: να μελετήσει, να συντονίσει, να υλοποιήσει και να παρακολουθήσει όλες εκείνες τις παρεμβάσεις που θα επιφέρουν εξοικονόμηση ενέργειας. Η χρηματοδότηση μπορεί να προέλθει είτε από την ίδια την εταιρεία είτε από τράπεζα. Η αμοιβή της ΕΕΥ θα προέλθει από την εξοικονόμηση ενέργειας που θα επιτευχθεί από την οποία ωφελούνται όλοι οι εμπλεκόμενοι.
Η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει ταχύτατα όλες τις ανωτέρω ρυθμίσεις και πρωτοβουλίες.

Ενα είναι βέβαιο: η διατήρηση της απαράδεκτης σημερινής κατάστασης, θα οδηγήσει σε πρόσθετη αύξηση της πρωτογενούς ενέργειας και, συνεπώς, στην αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και συνεπώς θα καθίσταται όλο και πιο δύσκολη η εκπλήρωση των εθνικών μας δεσμεύσεων. Παράλληλα, η μη λήψη μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας, αλλά και στην απώλεια των ευκαιριών που παρουσιάζονται για τη δημιουργία αυτής της νέας αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών και νέων προϊόντων που έχει να προσφέρει πολλές και ποιοτικές θέσεις απασχόλησης.

(Ο κ. Κώστας Μουσουρούλης είναι βουλευτής ΝΔ)

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 06/03/2010)