Οι εξελίξεις όσον αφορά στη σοβαρή προσπάθεια της Ελλάδας στο δημοσιονομικό επίπεδο έχουν δημιουργήσει τη γενική αίσθηση ότι τα προβλήματα του δημόσιου χρέους είναι πίσω μας και, αν τα πράγματα χειροτερέψουν, η Ελλάδα δεν θα αφεθεί στη μοίρα της. Πιστεύουμε ότι αυτή η άποψη είναι υπερβολικά αισιόδοξη.

Οι εξελίξεις όσον αφορά στη σοβαρή προσπάθεια της Ελλάδας στο δημοσιονομικό επίπεδο έχουν δημιουργήσει τη γενική αίσθηση ότιτα προβλήματα του δημόσιου χρέους είναι πίσω μαςκαι, αν τα πράγματα χειροτερέψουν, η Ελλάδα δεν θα αφεθεί στη μοίρα της.

Πιστεύουμε ότι αυτή η άποψη είναιυπερβολικά αισιόδοξη.Αλλά πέρα από την ελληνική διάσταση, πιστεύουμε ότι, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει με την Ελλάδα, τα προβλήματα που βιώνει η χώραδεν είναι παρά ο πρόλογος στο κυρίως δράμα.Γιατί και άλλα μέλη της ευρωζώνης έχουν τα δικά τους προβλήματα να λύσουν και είναι εξίσου σοβαρά, αν όχι σοβαρότερα, από της Ελλάδας.

Πριν δούμε ποιοι θα μπορούσαν να είναιοι νέοι πρωταγωνιστές,να μελετήσουμε δύο κρίσιμα σημεία, τα οποία δεν έχουν σχολιάσει επαρκώς οι αναλυτές:

Πρώτον, ο συντελεστής του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας, δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα.Σε μια περίπτωση χρεοστασίου αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσον οι Αρχές έχουν τη δυνατότητα ή όχι να τυπώσουν χρήμα, δημιουργώντας πληθωρισμό και μειώνοντας την αξία του δημόσιου χρέους, αντί να κάνουν επαναδιαπραγμάτευση χρεών. Όταν ισχύει μια νομισματική ένωση, οι χώρες-μέλη δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα. Γι’ αυτό το δημόσιο χρέος θα έπρεπε ίσως να υπολογίζεται όχι έναντι του ΑΕΠ αλλά των εξαγωγών.

Δεύτερον, κλειδί στην υπόθεση είναι η ανταγωνιστικότητα.Αν και όλοι επικεντρώνονται στη συγκέντρωση φόρων και στημείωση δαπανών, για να σταματήσει η δημοσιονομική αιμορραγία, αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι η ανταγωνιστικότητα. Στο κάτω-κάτω, αν χαθεί αυτή -ας πούμε, επειδή η παραγωγικότητα πέφτει ή αυξάνονται οι μισθοί-, θα εξανεμιστεί και η πηγή ξένων εσόδων.

Οι αριθμοί δείχνουν ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι σε καμία περίπτωση μοναδικό ούτε καν χειρότερο από άλλων μελών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 1995, όταν το σχετικό εργατικό κόστος ανά μονάδα (relative unit labour cost- RULC) της Γερμανίας έφτασε σε αιχμή, της Ελλάδας ήταν περίπου ίδιο. Το 2009, όμως, της Ελλάδαςήταν 17% υψηλότερο.Και αυτή η αύξηση συνοδεύτηκε από απώλεια μεριδίου αγοράς στις εξαγωγές επί 9 στα τελευταία 10 χρόνια.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότιη Ιταλία και η Ισπανία έχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα ανταγωνιστικότητας.Από το 1995, το ισπανικό RULC έχει αυξηθεί κατά 30% περίπου. Της δε Ιταλίας έχει εκτιναχτεί κατά τρία τέταρτα. Το ιταλικό RULC είναι 30% υψηλότερο από το γερμανικό.

Η σημασία αυτού φαίνεται στους όγκους εξαγωγών. Μετά τη χιλιετία,ο όγκος των γερμανικών εξαγωγών αυξήθηκε 70%μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης και θα επιστρέψει στα ίδια επίπεδα του χρόνου, ενώτων ιταλικών αυξήθηκε 20%και θα επιστρέψει στα επίπεδα προ της κρίσης το 2013, και αν.

Αν συγκρίνουμε το ιταλικό δημόσιο χρέος με τις εξαγωγέςκαι όχι με το ΑΕΠ, έχουμε ένανσυντελεστή "εσόδων" 4, μετά βίας.Όχι μόνο είναι πολύ χαμηλός αριθμός, αλλά σύμφωνα με κάποιους παρατηρητές είναι και αριθμός που προσδιορίζει τα πιθανά επόμενα θύματα της κρίσης. Εξάλλου, κι αν μελετήσουμε τον πιο παραδοσιακό συντελεστή τους χρέους επί του ΑΕΠ,της Ιταλίας κινείται στο 115%, ελαφρώς υψηλότερα από της Ελλάδας.

Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι το πιθανότερο θα συνεχιστούν τα προβλήματα στην Ευρώπη. Εάν, για παράδειγμα,η ύφεση κάνει "διπλό πάτο", που είναι πιθανό το 2011,τότε οι πιέσεις στα πιο αδύναμα μέλη πιθανότατα θα αυξηθούν και η στρατηγική του "μαντρώματος" της Ελλάδας θα αποδειχθεί αποτυχημένη.

Όσο για ταπολιτικά ζητήματαπου εγείρει μια "διάσωση" της Ιταλίας, αυτά είναι πράγματι ακανθώδη. Πρόσφαταη Γερμανίδα καγκελάριος, κ. Angela Merkel, διερωτήθηκεγιατί να πρέπει οι Γερμανοί να στηρίξουν την Ελλάδα, όπου οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους Γερμανούς εργαζομένους. Τι θα έλεγε η κ. Merkel αν ήταν η Ιταλία στη θέση της Ελλάδας, τη στιγμή πουοι Ιταλοί βγαίνουν στη σύνταξη κατά μέσο όρο στην ηλικία των 60,8 ετών -σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα κατά μέσο όρο από τους Έλληνες;

(από τους Financial Times/www.euro2day.gr)