Στο Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις αρχές Ιουλίου εγκρίθηκαν από τους υπουργούς οι γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, οι οποίοι κυρίως αφορούν την τήρηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και πολιτικών που αποβλέπουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης
Στο Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις αρχές Ιουλίου εγκρίθηκαν από τους υπουργούς οι γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, οι οποίοι κυρίως αφορούν την τήρηση αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και πολιτικών που αποβλέπουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.

Στο κείμενο που εξεδόθη από το Συμβούλιο μεταξύ των άλλων καλούνται οι χώρες να εφαρμόσουν αυστηρά στρατηγικές δημοσιονομικής εξυγίανσης στο πλαίσιο του συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), και ιδίως τις συστάσεις που απευθύνονται στα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.

Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να επιτύχουν την εξυγίανση σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου και να ανταποκριθούν στους μεσοπρόθεσμους στόχους τους σύμφωνα με το ΣΣΑ.

Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το κείμενο που εξεδόθη, για τα περισσότερα κράτη-μέλη εξυγίανση που θα υπερβαίνει κατά πολύ το ποσοστό αναφοράς του 0,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ετησίως σε διαρθρωτικούς όρους, έως ότου τα ποσοστά του χρέους σημειώσουν σταθερή πτωτική πορεία.

Η δημοσιονομική εξυγίανση θα πρέπει να αρχίσει το 2011 το αργότερο, νωρίτερα δε σε ορισμένα κράτη-μέλη στα οποία τούτο επιτρέπεται από την οικονομική κατάσταση, εφόσον οι προβλέψεις της Επιτροπής εξακολουθούν να δείχνουν ότι η ανάκαμψη ενισχύεται και καθίσταται αυτοτροφοδοτούμενη.

Κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή των στρατηγικών δημοσιονομικής εξυγίανσης, οι στρατηγικές θα πρέπει να εστιάζονται στον περιορισμό των δαπανών και να δοθεί προτεραιότητα σε τομείς δαπανών που προωθούν την ανάπτυξη, όπως η εκπαίδευση, οι δεξιότητες και η απασχολησιμότητα, η έρευνα και ανάπτυξη και η καινοτομία καθώς και οι επενδύσεις σε δίκτυα με θετική επίδραση στην παραγωγικότητα, όπως παραδείγματος χάριν το διαδίκτυο υψηλών ταχυτήτων, οι διασυνδέσεις και οι υποδομές ενέργειας και μεταφορών.

Ενδιαφέρον και για την περίπτωση της Ελλάδας έχει η αναφορά των προσανατολισμών που αφορά τη φορολογική πολιτική. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι «οσάκις οι φόροι πρέπει ενδεχομένως να αυξηθούν, τούτο θα πρέπει να γίνει, στο μέτρο του δυνατού, σε συνδυασμό με μέτρα που θα καθιστούν τα φορολογικά συστήματα πιο φιλικά προς την απασχόληση, το περιβάλλον και την ανάπτυξη, μετατοπίζοντας παραδείγματος χάριν τη φορολογική επιβάρυνση σε επιζήμιες για το περιβάλλον δραστηριότητες.

Τα συστήματα φορολογίας και παροχών θα πρέπει να παρέχουν περισσότερα κίνητρα ώστε η εργασία να ανταμείβεται.

Περαιτέρω, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια, να βελτιώσουν την ποιότητα των δημόσιων δαπανών και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, επιδιώκοντας ιδίως την αποφασιστική μείωση του χρέους, τη μεταρρύθμιση των δημόσιων δαπανών που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση, όπως οι δαπάνες για την υγεία και τις συντάξεις, και οι πολιτικές να συντελούν στην αύξηση της απασχόλησης και της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με τη δημογραφική γήρανση και τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας είναι οικονομικά βιώσιμα».

Οι επισημάνσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς τίθενται εμμέσως πλην σαφώς ορισμένα όρια και κανόνες σχετικά με τη δημοσιονομική και φορολογική πολιτική και πάντως δεν θα πρέπει να αντιστρατεύονται την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Πολιτική μισθών

Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν τις δυσβάστακτες μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες οφείλονται κυρίως στην εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, στις αγορές περιουσιακών στοιχείων και στους ισολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Τα κράτη-μέλη με μεγάλες ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, οφειλόμενες σε μακρόχρονη έλλειψη ανταγωνιστικότητας ή σε άλλους λόγους, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα βαθύτερα αίτια με τη λήψη μέτρων όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, την εξέλιξη των μισθών, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τις αγορές εργασίας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση ή οιονδήποτε άλλον σχετικό τομέα πολιτικής.

Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προωθούν τα σωστά πλαίσια συνθηκών για τα συστήματα διαπραγμάτευσης των μισθών και την εξέλιξη του κόστους εργασίας, που θα εξυπηρετούν τη σταθερότητα των τιμών, την εξέλιξη της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα και την ανάγκη μείωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών.

Οταν ενδείκνυται, η κατάλληλη διαμόρφωση των μισθών στο δημόσιο τομέα θα πρέπει να θεωρείται ως σημαντική ένδειξη που θα διασφαλίζει τη συγκράτηση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και θα συνάδει με την ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.

Η θέσπιση πλαισίων για τους μισθούς, συμπεριλαμβανομένων των κατώτατων μισθών, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές ως προς τις δεξιότητες και τις συνθήκες της τοπικής αγοράς εργασίας και να ανταποκρίνεται στις σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις ανά περιοχές, τομείς και εταιρείες εντός μιας δεδομένης χώρας.
 
Σε αυτή τη συνάρτηση, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Τα κράτη-μέλη με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα πρέπει να επιδιώκουν τη λήψη μέτρων τα οποία θα αποσκοπούν στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ευνοούν τις δυνατότητες μεγέθυνσης, τονώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την εγχώρια ζήτηση. Η αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, συν τοις άλλοις μεταξύ των κρατών-μελών, αναμένεται επίσης να συμβάλει στην επίτευξη οικονομικής συνοχής.

Μείωση των ανισορροπιών

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η πολιτική για τη σύγκλιση των οικονομιών κυρίως στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Οπως τονίζεται χαρακτηριστικά στο κείμενο των προσανατολισμών, τα κράτη-μέλη με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να εκλαμβάνουν τις μεγάλες και επίμονες αποκλίσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τις μακροοικονομικές ανισορροπίες ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος και να λαμβάνουν επειγόντως μέτρα για τη μείωση των ανισορροπιών, οσάκις απαιτείται.

Πρέπει να αναληφθεί δράση σε όλα τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, όμως η φύση, η σπουδαιότητα και ο επείγων χαρακτήρας των προκλήσεων για τις πολιτικές διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τη χώρα. Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα και της έκτασης της απαιτούμενης προσαρμογής, η ανάγκη για δράση πολιτικής είναι ιδιαίτερα πιεστική στα κράτη-μέλη που παρουσιάζουν σταθερά μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και σημαντικές απώλειες ανταγωνιστικότητας. Θα πρέπει να επιτύχουν μια σημαντική και μόνιμη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.

Τα εν λόγω κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει επίσης να επιδιώξουν τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις όσον αφορά την παραγωγικότητα σε περιφερειακό, τομεακό και εταιρικό επίπεδο και να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων.

Τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα πρέπει να επιδιώξουν τη λήψη μέτρων που θα αποσκοπούν στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα ευνοούν τις δυνατότητες μεγέθυνσης, τονώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την εγχώρια ζήτηση.

Ομοίως, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την αντιμετώπιση κάθε μορφής μακροοικονομικής ανισορροπίας, όπως η υπερβολική συσσώρευση ιδιωτικού χρέους και η απόκλιση των ποσοστών πληθωρισμού. Θα πρέπει να αρθούν τα θεσμικά εμπόδια για ευέλικτες προσαρμογές των τιμών και των μισθών στις συνθήκες της αγοράς.

Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά από το Eurogroup, το οποίο θα προτείνει διορθωτικά μέτρα, όταν απαιτείται.

Πρόκειται για σκληρές επισημάνσεις που συνοδεύουν τις πολιτικές τις οποίες θα πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Πράσινες» συμβάσεις

Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν κανονιστικά, μη κανονιστικά και φορολογικά μέσα, όπως παραδείγματος χάριν τα πρότυπα για την ενεργειακή απόδοση προϊόντων και κτηρίων για ολόκληρη την Ένωση, η σήμανση και οι «πράσινες» δημόσιες συμβάσεις, προκειμένου να υπάρξουν κίνητρα για μια οικονομικά αποδοτική μετάβαση των προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης, να προωθηθεί η ανακύκλωση, να επιτευχθεί η μετάβαση προς την αποδοτικότητα της ενέργειας και των πόρων και μια ασφαλής και βιώσιμη οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και να διασφαλισθεί η πρόοδος στην κατεύθυνση των πιο βιώσιμων μεταφορών και της ασφαλούς και καθαρής παραγωγής ενέργειας, μεγιστοποιώντας παράλληλα τις ευρωπαϊκές συνέργειες στον τομέα αυτόν και λαμβάνοντας υπόψη τη συμβολή της βιώσιμης γεωργίας.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ", 26/07/2010)