Το γιγάντιο «Γκαουάρ» (
Ghawar) της Σαουδικής Αραβίας παραμένει 70 χρόνια μετά την
ανακάλυψή του το μεγαλύτερο κοίτασμα πετρελαίου που ανακαλύφθηκε ποτέ στον
πλανήτη μας. Με μήκος 280 χιλιομέτρων (η απόσταση από την Αθήνα ως τη Λαμία),
είναι στην πραγματικότητα ένα γεωλογικό φαινόμενο το οποίο έχει πρώτα από όλα
επιστημονικό ενδιαφέρον. Την ίδια στιγμή, καλύπτει ένα τεράστιο μέρος των
παγκόσμιων αναγκών για πετρέλαιο, αφού παράγει κάθε ημέρα 5 εκατομμύρια βαρέλια,
από τα 89 εκατ. που καταναλώνονται συνολικά.
Η αρχή έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές
της επόμενης, όταν γεωλόγοι από τη Δύση επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το βασίλειο
και ανακάλυψαν τα πρώτα κοιτάσματα. Οι γεωλόγοι Ernie Berg και Max Steineke
διαπίστωσαν στη συνέχεια ότι τα πέντε διαδοχικά κοιτάσματα που ανακάλυψαν, ήταν
στην πραγματικότητα κομμάτια ενός ενιαίου μεγάλου σχηματισμού. Έτσι προέκυψε το
Γκαουάρ και οι «θρυλικές» πετρελαιοπηγές που ονομάστηκαν North ‘Ain Dar, South ‘Ain Dar, Shedgum, Uthmaniyah, Hawiyah και
Haradh.
Στη συνέχεια, το Γκαουάρ επέτρεψε στη Σαουδική Αραβία να
γίνει η πρώτη παγκόσμια δύναμη στο πετρέλαιο και μάλιστα παράγοντας αργό με
πολύ χαμηλό κόστος. Από το 1948, όταν έγινε και η πρώτη γεώτρηση, η
Saudi
Aramco
έχει
εφαρμόσει διάφορες τεχνικές διαχείρισης κοιτασμάτων και τεχνολογίες που
ενισχύουν την παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, η διάρκεια ζωής των «υπέροχων πέντε»
αυτών πετρελαιοπηγών διευρύνθηκε, ενώ ακόμα και σήμερα το Γκαουάρ δεν θεωρείται
πως έχει φτάσει στο σημείο καμπής. Πάντως, η
Saudi
Aramco
παραδέχτηκε το 2008 ότι έχει αντληθεί
ήδη το 48% των
εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων. Άλλοι μελετητές τοποθετούν το ποσοστό αυτό σε ακόμα
μεγαλύτερα επίπεδα.
Τα εναπομείναντα αποθέματα του κοιτάσματος εκτιμώνται στα 71
δις βαρέλια πετρελαίου, αν και οι υπολογισμοί αυτοί είναι δυσχερείς, αφού το
βασίλειο και η
Saudi
Aramco
φυλούν σαν κόρη οφθαλμού τα σχετικά δεδομένα. Οι
περισσότερες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στη Δύση προέρχονται από την
εποχή πριν την εθνικοποίηση του πετρελαίου ή από ανεπίσημες πηγές.