Την ώρα που η κυβέρνηση είναι βουτηγμένη στα μαθηματικά της προσθαφαίρεσης λιγνιτικών μονάδων προκειμένου να ικανοποιηθεί η Κομισιόν, η ΔΕΗ βρίσκεται μπροστά σε μία ακόμα πρόκληση και εν δυνάμει «απειλή». Νέα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών ρύπων βγάζουν εκτός κοινοτικών προδιαγραφών μονάδες της επιχείρησης, εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει το επενδυτικό ενδιαφέρον για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αλλά και τη βιωσιμότητα όσων παραμείνουν στο χαρτοφυλάκιό της, καθώς απαιτούνται τεράστια κονδύλια για την αναβάθμισή τους.

Την ώρα που η κυβέρνηση είναι βουτηγμένη στα μαθηματικά της προσθαφαίρεσης λιγνιτικών μονάδων προκειμένου να ικανοποιηθεί η Κομισιόν, η ΔΕΗ βρίσκεται μπροστά σε μία ακόμα πρόκληση και εν δυνάμει «απειλή». Νέα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών ρύπων βγάζουν εκτός κοινοτικών προδιαγραφών μονάδες της επιχείρησης, εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει το επενδυτικό ενδιαφέρον για την πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αλλά και τη βιωσιμότητα όσων παραμείνουν στο χαρτοφυλάκιό της, καθώς απαιτούνται τεράστια κονδύλια για την αναβάθμισή τους.

Έτσι, όσο η διοίκηση της επιχείρησης προσπαθεί να συμβιβαστεί με την υποχρεωτική - ελέω Μνημονίου - αποεπένδυση του δυναμικού της, πετυχαίνοντας τις μικρότερες δυνατές απώλειες, και όσο αποπειράται να ρυθμίσει τα οικονομικά της, με δεδομένα τα προβλήματα ρευστότητας, άλλη μία «θηλιά» μπαίνει στον λαιμό της.

Ειδικότερα, στις 17 Αυγούστου 2017 δημοσιεύθηκαν επισήμως στην εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα συμπεράσματα των νέων Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (ΒΔΤ) για τις μεγάλες μονάδες καύσης, που θέτουν νέα, αυστηρότερα όρια για τις εκπομπές αερίων ρύπων (πλην του διοξειδίου του άνθρακα). Σύμφωνα δε με την Οδηγία Βιομηχανικών Εκπομπών (2010/75/ΕΕ) όλες οι μεγάλες μονάδες καύσης έχουν πλέον διορία τεσσάρων ετών για να συμμορφωθούν με τα νέα όρια. Έτσι, μπορεί οι πετρελαϊκοί σταθμοί στα νησιά να εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή των νέων ορίων ως το 2030, αλλά το ίδιο δεν ισχύει για τους λιγνιτικούς σταθμούς της ΔΕΗ.

Πλέον το ρολόι μετρά αντίστροφα για την ολοκλήρωση όλων εκείνων των έργων αναβάθμισης στους έξι λιγνιτικούς ατμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΑΗΣ) της χώρας - περιλαμβάνουν 14 λιγνιτικές μονάδες, εκ των οποίων οι οκτώ, συνολικής ισχύος 2.525 MW, έχουν ενταχθεί στο λεγόμενο Μεταβατικό Εθνικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών. Και είναι πολλές οι επεμβάσεις που πρέπει να γίνουν, όπως καταμαρτυρεί η μεγάλη απόσταση μεταξύ των σημερινών επιπέδων εκπομπών και του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

Ο ΑΗΣ Αμυνταίου - ο οποίος περιλαμβάνεται στην ελληνική πρόταση για την πώληση λιγνιτικών μονάδων - εκπέμπει τα τελευταία χρόνια περίπου 1.000 mg/Nm3 (μιλιγραμμάρια ανά κανονικό κυβικό μέτρο) διοξειδίου του θείου (SO2) κατά μέσο όρο, όταν το νέο όριο εκπομπών των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών για υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες καύσης είναι 130 mg/Nm3.

Μεγάλο πρόβλημα εκπομπών SO2 έχουν και οι τρεις καμινάδες του μεγαλύτερου λιγνιτικού σταθμού της χώρας, του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, οι οποίες εκπέμπουν μεταξύ 400 mg/Nm3 και 750 mg/Nm3. Εξάλλου, ο συγκεκριμένος σταθμός συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σε εκπομπές υδραργύρου. Μπορεί ως τώρα να μην υπήρχε περιορισμός για τον συγκεκριμένο ρύπο, αλλά οι νέες ΒΔΤ αλλάζουν κι εκεί τα δεδομένα, καθώς θέτουν νέο διακριτό όριο εκπομπών υδραργύρου για υφιστάμενους σταθμούς, τα 7 μg/Nm3 (μικρογραμμάρια ανά κανονικό κυβικό μέτρο).

«Ακόμα και οι δύο σταθμοί στη Μεγαλόπολη που έχουν εγκατεστημένο σύστημα αποθείωσης εκπέμπουν σημαντικά παραπάνω από το νέο όριο εκπομπών SO2, πράγμα που σηματοδοτεί την ανάγκη αναβάθμισής τους» επισημαίνει ο υπεύθυνος του τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς κ. Νίκος Μάντζαρης.

Ωστόσο ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα υπάρχει και ως προς τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου (NOx). Όλοι οι λιγνιτικοί σταθμοί της χώρας, πλην της Μελίτης Ι και της Μεγαλόπολης ΙΙΙ, εκπέμπουν κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια πολύ παραπάνω από το νέο όριο των 150 mg/Nm3 για υφιστάμενους λιγνιτικούς σταθμούς.

 

Πανάκριβες, παλαιές, αλλά και υπό κατασκευήν μονάδες

Πρωταθλήτριες σε εκπομπές μικροσωματιδίων είναι οι δύο παλαιότερες καμινάδες του ΑΗΣ Καρδιάς, οι οποίες εκπέμπουν περίπου 300 mg/Nm3 μικροσωματιδίων κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια, όταν το νέο όριο εκπομπών των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών που μόλις εγκρίθηκε είναι 8-12 mg/Nm3.

Και ενώ η υγεία των πολιτών της Δυτικής Μακεδονίας επιβαρύνεται εδώ και δεκαετίες από τη λειτουργία του 86% της λιγνιτικής ισχύος της χώρας, ο περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας κ. Θεόδωρος Καρυπίδης πρόσφατα ζήτησε εκ νέου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επεκτείνει τη λειτουργία των ΑΗΣ Καρδιάς, ο οποίος σπάει τα κοντέρ σε εκπομπές σκόνης και του Αμυνταίου από 17.500 σε 32.000 ώρες για την οκταετία 2016-2023, χωρίς μάλιστα να ζητήσει από τη ΔΕΗ να προβεί σε περιβαλλοντικές αναβαθμίσεις για αυτούς τους σταθμούς.

Και όλα αυτά τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκάθαρα απαντήσει στο σχετικό επίσημο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος σταθμός πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής τους στην εξαίρεση των 32.000 ωρών λειτουργίας. Παράλληλα, είναι ακόμη νωπά τα έκτακτα μέτρα της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης και της ΔΕΗ για τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου, όταν οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων ξεπέρασαν το όριο ασφαλείας.

Όσο για τη νέα της μονάδα, την Πτολεμαΐδα V, θα αναγκαστεί να την προσαρμόσει η ΔΕΗ στα νέα όρια εκπομπών, προτού καν κατασκευαστεί. Τα όρια SO2, ΝΟx και μικροσωματιδίων για τις νέες μονάδες είναι 75, 85 και 5 mg/Nm3 αντίστοιχα, ενώ οι προδιαγραφές που περιγράφονται στους περιβαλλοντικούς όρους της Πτολεμαΐδας V είναι 150, 200 και 10 mg/Nm3.

«Οι νέες Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές αλλάζουν τα δεδομένα για το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα. Το ύψος των επενδύσεων για τις απαιτούμενες αναβαθμίσεις σε συνδυασμό με την απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ) καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολη την πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ - έναντι κάποιου σημαντικού τιμήματος - χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο πώλησης και υδροηλεκτρικές μονάδες» τονίζει ο κ. Μάντζαρης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόστος για την υγρή αποθείωση της μονάδας του «Αγίου Δημητρίου 5» (σύμφωνα με προκήρυξη του 2012), ήταν 79 εκατ. ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. Όσο για τον περιορισμό των εκπομπών οξειδίων του αζώτου, έχουν προκηρυχθεί έργα για τον «Αγ. Δημήτριο 5» με κόστος εννέα εκατ. ευρώ και για τους «Άγιο Δημήτριο Ι» και «ΙΙ» με κόστος 29,5 εκατ. ευρώ.

 

Η ευρωπαϊκή νομοθεσία

«Οι εξελίξεις σε επίπεδο ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν αφήνουν πλέον κανένα περιθώριο παρερμηνείας σχετικά με την ανάγκη μετάβασης της χώρας σε ένα καθεστώς χαμηλής λιγνιτικής εξάρτησης» εκτιμά ο κ. Μάντζαρης. Και προσθέτει: «Σε αντίθεση με το παρελθόν, ΔΕΗ και κυβέρνηση πρέπει να αποφύγουν τη διεκδίκηση λιγνιτικών εξαιρέσεων και παρατάσεων που χρόνια τώρα υποθηκεύουν την περιβαλλοντική αλλά και την οικονομική βιωσιμότητα του ενεργειακού μοντέλου της χώρας. Είναι προφανές ότι πλέον δεν υπάρχει χώρος για νέες, πανάκριβες λιγνιτικές μονάδες που στερούν οικονομικούς πόρους για την προσαρμογή των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων στη νέα νομοθετική πραγματικότητα».

 

(Πηγή: «ΤΟ ΒΗΜΑ»)