Παρά
την κρίση, τα επτά χρόνια μνημονίων και την τρομακτική ανάγκη για ιδιωτικές
επενδύσεις, η Ελλάδα παραμένει η χώρα της πολυνομίας, της κακοδιοίκησης, των
επενδυτικών σχεδίων που μπορεί να ολοκληρώσουν έναν γραφειοκρατικό μαραθώνιο
για να καταλήξουν τελικά σε αδιέξοδο. Πόσο μπορεί να βελτιώσει την τραγική αυτή
κατάσταση ένας πλήρης ψηφιακός χάρτης «όλων των απαραίτητων για την αδειοδότηση
γεωχωρικών δεδομένων», όπως έγραφε στην «Κ» της Κυριακής ο πρόεδρος του ΤΕΕ
Γιώργος Στασινός;
Η
ιδέα είναι ο χάρτης να συλλέξει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται ένας επενδυτής
σε μία εφαρμογή. Έτσι, «θα περιορίσει δραστικά την επαφή υπαλλήλων και
υποψήφιων επενδυτών, άρα και τη διαφθορά», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Στασινός. Ο
πρόεδρος του ΤΕΕ παραδέχεται ότι «χρειάζεται αρκετή τεχνική δουλειά» για να
ενσωματωθούν και να αποκτήσουν πλήρη διαλειτουργικότητα στο πλαίσιο ενός
ενιαίου ψηφιακού χάρτη τα 12 έργα σχετικά με τις χρήσεις γης που ήδη υλοποιούν
διάφοροι φορείς (εθνική υποδομή γεωχωρικών πληροφοριών, οριοθέτηση του δικτύου
Natura, δασικοί χάρτες, αρχαιολογικό κτηματολόγιο, ψηφιακές υπηρεσίες δημόσιες
περιουσίας κ.ο.κ.). Ωστόσο, σημειώνει, «υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούμε να
πάρουμε από διάφορες βάσεις δεδομένων που είναι ήδη έτοιμες, όπως αυτή για τα
αυθαίρετα». Ο τελικός σκοπός, λέει, είναι να συνδεθεί ο χάρτης «με ένα
ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης αδειών», απλοποιώντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη
διαδικασία.
Το
ΤΕΕ έχει ετοιμάσει μία σύντομη παρουσίαση της πρότασής του για την ενοποίηση των
12 αυτών έργων, την οποία ο κ. Στασινός έχει στείλει σε σειρά υπουργών και σε
κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης. Η πρόταση του Επιμελητηρίου αφορά
υπηρεσίες «μιας στάσης», με πληροφορίες –για την πολεοδομική νομοθεσία και την
εφαρμογή της, για τα στοιχεία δόμησης κ.ά.– που θα εισάγονται από
πιστοποιημένους χρήστες (μηχανικούς) και θα επικαιροποιούνται διαρκώς,
χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των ανοικτών δεδομένων.
Η
χαρτογράφηση της χώρας, στην οποία μπορεί να βασιστεί η υλοποίηση του ψηφιακού
χάρτη, ήδη υπάρχει: έχει γίνει, με μεγάλη ακρίβεια, από την εταιρεία του
Κτηματολογίου (ΕΚΧΑ Α.Ε.) και ανανεώνεται (με νέες φωτογραφίσεις) κάθε λίγα
χρόνια. Η ΕΚΧΑ έχει αναρτήσει το χαρτογραφικό αυτό υλικό στο «νέφος» για να το
χρησιμοποιήσουν οι φορείς υλοποίησης των έργων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που
συνδέονται με χρήσεις γης, αλλά και οι πολίτες.
Τα όρια του τεχνικού
Ωστόσο,
όπως σημειώνουν πηγές με γνώση του ζητήματος, το πρόβλημα με την υλοποίηση ενός
ενιαίου και πλήρους ψηφιακού χάρτη δεν είναι τόσο τεχνικό όσο νομοθετικό – και,
στην τελική ανάλυση, θέμα πολιτικής βούλησης. Όπως αναφέρουν στην «Κ», δεν
είναι τυχαίο ότι έχουν αναρτηθεί οι δασικοί χάρτες στο 45% της επικράτειας,
αλλά έχει κυρωθεί λιγότερο από το 1%, ή ότι οι υπηρεσίες του Κτηματολογίου
έχουν ολοκληρώσει την οριοθέτηση του αιγιαλού ήδη από το 2011, αλλά έχει
κυρωθεί μόλις το 7% και οι δεκαοκτάμηνες παρατάσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Η διακριτική ευχέρεια των υπαλλήλων της διοίκησης που αποφασίζουν για τις κάθε
είδους αδειοδοτήσεις είναι πηγή ισχύος – και παράτυπων εσόδων. Με την επίσημη
οριοθέτηση και ψηφιοποίηση των υπό αμφισβήτηση δεδομένων, η πηγή αυτή θα
στέρευε.
Παράλληλα,
η δημοσιονομική στενότητα των τελευταίων ετών έχει συμβάλει και αυτή στη μη
ολοκλήρωση των έργων. Το έργο «Ηλεκτρονική Πολεοδομία ΙΙΙ», για παράδειγμα,
είχε ενταχθεί ως συγχρηματοδοτούμενο έργο στο Γ΄ ΚΠΣ το 2007, αλλά το 2009 είχε
ανασταλεί η υλοποίησή του. Το 2014 εντάχθηκε εκ νέου στο επιχειρησιακό
πρόγραμμα «Ψηφιακή Σύγκλιση», αλλά το καλοκαίρι του 2015 ανεστάλη εκ νέου η
υλοποίησή του, λόγω μεγάλης καθυστέρησης αποπληρωμής των εργασιών του αναδόχου.
Στη συνέχεια, εντάχθηκε για τρίτη φορά και εξελίσσεται, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί.
Από
την πλευρά του, ο Θεόφιλος Κυρατσούλης, ειδικός σύμβουλος σε θέματα χωροταξίας
του ΣΕΤΕ και του ΙΝΣΕΤΕ, τονίζει ότι ο ψηφιακός χάρτης, αν και «κρίσιμο
εργαλείο κατεύθυνσης του επενδυτή», θα έπρεπε να συνοδευθεί από σειρά άλλων
δράσεων. Κορυφαίας σημασίας, τονίζει, θα ήταν «η απλοποίηση και η κωδικοποίηση
της χωροταξικής - πολεοδομικής νομοθεσίας», αλλά και «η σταθερότητα και η
σαφήνεια των διατάξεων για την προστασία του επενδυτή. Για παράδειγμα, η ύπαρξη
ενός ψηφιακού χάρτη δεν θα έλυνε το πρόβλημα των συχνών μεταβολών στη
νομοθεσία, του κατακερματισμού και των αντικρουόμενων διατάξεων».
(Πηγή:
«Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)