Μια
εντελώς νέα ΔΕΗ, πλήρως μετασχηματισμένη, εξωστρεφή, πελατοκεντρική, με ορθολογική
δομή και πλήρη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της οραματίζεται για την
προσεχή τριετία ο Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της
ΔΕΗ.
Σε
συνέντευξή του στη «ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ» της Κυριακής, ο κ. Παναγιωτάκης υπογράμμισε ότι
ζήτημα προτεραιότητας είναι η αναβάθμιση του rating από τους διεθνείς οίκους,
ώστε η ΔΕΗ να βγει στις αγορές και να αναδειχθεί σε ηγετική εταιρεία στην
Βαλκανική αγορά.
Ο κ.
Παναγιωτάκης δήλωσε αισιόδοξος για τα οικονομικά δεδομένα της ΔΕΗ. «Πρέπει να
ξεκαθαρίσω πως δεν υπάρχει καμία βάση στα περί χρεωκοπίας της εταιρείας. Υπήρξε
ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο αντιμετωπίσαμε προβλήματα ρευστότητας, ωστόσο
η κατάσταση πλέον έχει βελτιωθεί αισθητά. Οι πληρωμές μας έχουν εξομαλυνθεί. Η
ΔΕΗ συγκαταλέγεται όπως πάντα μεταξύ των πλέον καλοπληρωτών φορέων. Η
αποπληρωμή των δόσεων ύψους 110 εκατ. προς την ΕΤΕπ μέχρι τέλος του έτους θα
γίνει κανονικά.
Το
καθεστώς των δόσεων και η παροχή έκπτωσης της τάξεως του 15% προς τους συνεπείς
καταναλωτές απέδωσαν “καρπούς”. Αρκεί να σας αναφέρω πως κατά το επτάμηνο
Ιανουαρίου-Ιουλίου, η ΔΕΗ είχε περίπου ίδιες εισπράξεις σε σχέση με το αντίστοιχο
του 2016, όταν τότε το μερίδιο της στην αγορά ήταν 7-8% μεγαλύτερο και δεν υπήρχε
η έκπτωση του 15%».
Σε
ότι αφορά στις δανειακές υποχρεώσεις της ΔΕΗ, ο κ. Παναγιωτάκης ανέφερε ότι «το
2018 θα είναι μια χρονιά σαφώς πιο εύκολη από το 2017, καθώς οι δανειακές μας υποχρεώσεις
είναι της τάξης των 300 εκατ., ποσό διαχειρίσιμο. Το 2019 υπάρχει, μεταξύ
άλλων, το ομόλογο των 400 εκατ. για την αποπληρωμή του οποίου ήδη γίνονται οι
απαραίτητοι σχεδιασμοί, ώστε να ανταποκριθούμε ακόμη και αν δεν μπορέσουμε να βγούμε
στις αγορές. Στο σημείο αυτό υπογραμμίζω ότι σε συνάρτηση με την αναμενόμενη
βελτίωση της εισπραξιμότητας μας (εντός του Σεπτεμβρίου θα γίνει η ανάθεση των
σχετικών υπηρεσιών σε Σύμβουλο) προσδοκούμε ότι θα βελτιώσουμε τους
οικονομικούς δείκτες μας, προκειμένου να αναβαθμιστεί το rating μας από τους διεθνείς
οίκους».
Οκ.
Παναγιωτάκης, συνεχίζοντας και αναφερόμενος στο κόστος της ηλεκτρικής
ενέργειας, δήλωσε ότι αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι βασικότεροι των
οποίων, όπως οι τιμές των καυσίμων, δεν εξαρτώνται από τη ΔΕΗ. «Στο τμήμα όμως
που αφορά στη ΔΕΗ, όπως π.χ. η αποδοτικότερη λειτουργία μας ήδη επικεντρώνονται
οι προσπάθειες μας, με απτά αποτελέσματα. Ωστόσο τα μεγαλύτερα θα προκύψουν από
την εφαρμογή του Business Plan που επεξεργαζόμαστε με την Mc Kinsey.
Υπό
αυτό το πρίσμα προβαίνουμε σε μια σειρά από δομικές αλλαγές με στόχο εντός της
επόμενης τριετίας να ολοκληρωθεί μια δραστική παραγωγική ανασυγκρότηση της ΔΕΗ,
ώστε να καταστεί αποδοτικότερη, πελατοκεντρική, εξωστρεφής, με απελευθέρωση και
αξιοποίηση των μεγάλων δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της.
Προς
αυτή την κατεύθυνση: α) εφαρμόζουμε νέο σύστημα αξιολόγησης του προσωπικού. Το
υφιστάμενο ισχύει από το 1967! Ήδη το επόμενο διάστημα θα έχουν εκπαιδευτεί στο
νέο σύστημα όλοι οι προϊστάμενοι, από τη στάθμη των εργοδηγών και άνω, συνολικά
1450 άτομα, β) επεξεργαστήκαμε νέα πολιτική στελεχών. Διαχωρίζουμε τα στελέχη
που ασκούν διοίκηση από τους experts αποσαφηνίζοντας πλήρως τους ρόλους τους
και δίνοντας ορθολογικά, ευκαιρίες εξέλιξης σε όλους. Έτσι αφενός θα αναβαθμίσουμε
το management με κατάλληλη οργανωτική δομή και αφετέρου θα αναπτύξουμε στο
μέγιστο βαθμό την τεχνογνωσία, γ) η αξιολόγηση του επιστημονικού προσωπικού της
ΔΕΗ που έχει προσληφθεί από το 2011 και έπειτα. Πρόκειται για περίπου 250
επιστήμονες και μηχανικούς των οποίων τις δεξιότητες και ικανότητες θα γνωρίσουμε
με πληρότητα, ώστε σε συνάρτηση με τις κλίσεις τους και τις ανάγκες της επιχείρησης
να τους αξιοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό.
Η
ΔΕΗ της επόμενης ημέρας δεν δύναται να λειτουργεί με ξεπερασμένα μοντέλα και δομές,
πόσο μάλλον από τη στιγμή κατά την οποία όχι μόνο φιλοδοξεί αλλά είναι επιτακτική
ανάγκη να συνεχίσει να παίζει καίριο ρόλο στη χώρα μας και στο μέλλον!»
Αναφερόμενος
στα όσα γράφονται για την πώληση μονάδων παραγωγής, ο κ. Παναγιωτάκης
ξεκαθάρισε ότι «Τον περασμένο Ιούνιο και σε συνεργασία με το υπουργείο,
συγκροτήσαμε ένα χαρτοφυλάκιο το οποίο και περιλαμβάνει προς πώληση μονάδες και
ορυχεία δυναμικότητας ίσως με το 40% του συνόλου της ΔΕΗ. Η Κομισιόν έθεσε μια
σειρά ζητημάτων και ερωτηματικών στα οποία απαντήσαμε διεξοδικά στις 11
Αυγούστου. Σήμερα βρισκόμαστε εν αναμονή νέας διαβούλευσης μαζί τους, όταν θα
είναι έτοιμοι. Ειπώθηκε πως το χαρτοφυλάκιο δεν είναι πλήρες. Αυτές οι
εκτιμήσεις δεν έχουν καμία απολύτως βάση. Το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο προέκυψε
έπειτα από μια ολοκληρωμένη οικονομοτεχνική μελέτη και ανάλυση και ανταποκρίνεται
στα τέσσερα κριτήρια που προβλέπει το πλαίσιο συμφωνίας της κυβέρνησης με τους
Θεσμούς».
Τα
τέσσερα αυτά κριτήρια είναι:
1) να
αντιστοιχεί στο 40% του συνολικού λιγνιτικού της ΔΕΗ,
2) να
μπορούν να πωληθούν,
3)
να είναι ποιοτικά ισοδύναμο με ότι παραμείνει στη ΔΕΗ και
4) η
εν λόγω αποεπένδυση να μην επιφέρει ανεπανόρθωτο πλήγμα στην εταιρεία.
Αναφερόμενος
στη διεθνή παρουσία της ΔΕΗ, ο κ. Παναγιωτάκης ανέφερε ότι σε λίγες ημέρες
πρόκειται να συμμετάσχει σε δημοπρασία για αγορά δύο υδροηλεκτρικών σταθμών
στην Τουρκία στην οποία η ΔΕΗ στοχεύει να ενισχύσει τη δραστηριότητά της, αξιοποιώντας
και συνεργασίες, ενίσχυση της εκεί παρουσίας της με εταιρείες της γείτονος. Την
ίδια πρακτική πρόκειται να εφαρμόσει και στην αγορά της Αλβανίας, θέτοντας ως
στόχο να καταλάβει ηγετική θέση στην Βαλκανική αγορά, εκμεταλλευόμενη το ισχυρό
brand name της, την πολυετή, και πολυεπίπεδη γνώση και εμπειρία που διαθέτει σε
κρίσιμους τομείς (λ.χ. υδροηλεκτρικά, θερμικοί σταθμοί, κ.ά.).
Τέλος,
ο κ. Παναγιωτάκης θέλησε να ξεκαθαρίσει τη σχέση της ΔΕΗ με τις ανανεώσιμες
πηγές ενέργειας. Συγκεκριμένα, δήλωσε: «Υπάρχει μια κάποια σύγχυση στο ευρύ
κοινό σε ότι αφορά την σχέση της ΔΕΗ με τις ΑΠΕ για δύο λόγους. Πρώτον γιατί
εξαιτίας σοβαρών παραλείψεων και άστοχων αποφάσεων στο παρελθόν η συμμετοχή μας
στις ΑΠΕ είναι απαράδεκτα μικρή. Αυτό θα διορθωθεί άμεσα. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ
είναι κεντρικός στρατηγικός μας στόχος, μονόδρομος θα έλεγα. Δεύτερον λόγω της
λιγνιτικής μας παραγωγής. Στο σημείο αυτό τονίζω ότι το δίλημμα λιγνίτης ή ΑΠΕ
είναι ψευδεπίγραφο. Θα έλεγα ότι τίθεται εκ του πονηρού.
Η
χώρα, τα προσεχή χρόνια χρειάζεται ένα ποσοστό λιγνιτικής παραγωγής, ως βάση, για
λόγους ασφάλειας εφοδιασμού και ελέγχου του κόστους, με μειωμένο κατά το δυνατό
τον κίνδυνο από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου – αερίου.
Μείωση
λιγνιτικής παραγωγής σημαίνει αύξηση του εισαγόμενου φυσικού αερίου. Έτσι, η
στρατηγική είναι: και λιγνίτης (σε ένα ποσοστό) και ΑΠΕ (με διαρκή αυξανόμενη συμμετοχή).
Γ’ αυτό προβάλλουμε διαρκώς την αναγκαιότητα του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού,
στο πλαίσιο και των πολιτικών της ΕΕ».