Κατά την έναρξη του 3ου Μεσογειακού Συνεδρίου του Δικτύου
για Λύσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Solutions Network –
SDSN), σήμερα, στην Αθήνα, ο Αν. ΥΠΕΝ, Σωκράτης Φάμελλος τόνισε ότι η επίτευξη
των Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη απαιτεί εφαρμογή μιας νέας πολιτικής, αλλά
και ένα νέο τρόπο σκέψης, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Πρόσθεσε δε, ότι στην
περίπτωση της Ελλάδας, η επίτευξη των Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και η
επίτευξή τους «δεν αποτελούν μόνο μία προοπτική εξόδου από την κρίση, αλλά
συνθέτουν ένα άλλο υπόδειγμα ανάπτυξης και κατανάλωσης, έναν άλλο δρόμο
ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις
καλύτερης ποιότητας ζωής για όλους, τώρα και στο μέλλον».
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο «θα πρέπει επίσης να συζητήσουμε πώς οι
οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές πολιτικές θα είναι ενιαίες και δεν
θα παραμένουν σε θεωρητικό επίπεδο. Βέβαια, το καίριο ερώτημα παραμένει: τι
είδους Ευρώπη θέλουμε; Διότι, σήμερα, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης εξακολουθεί
να είναι επικεντρωμένο σε δημοσιονομικούς στόχους και δεν ενσωματώνει την
κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Οι περιβαλλοντικοί στόχοι δεν πρέπει να
υπονομεύονται από τις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές. Γιατί στην
Ελλάδα το πρόγραμμα που επέλεξαν και εφάρμοσαν η ΕΕ και οι διεθνείς φορείς μας
απομάκρυνε από τους στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης, παρότι αυτοί είναι η
επίσημη και κεντρική πολιτική της ΕΕ».
Ο Σωκράτης Φάμελλος ανέφερε επίσης ότι η υιοθέτηση των
Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, αποτελεί ορόσημο για την παγκόσμια κοινότητα
και μοναδική ευκαιρία για όλες τις χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, να
μετασχηματίσουν την οικονομία, τις κοινωνικές δομές και την περιβαλλοντική τους
πολιτική, προκειμένου να μειωθεί η φτώχεια, η ανισότητα και να διασφαλιστεί η
ποιότητα ζωής για όλους. «Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στους Στόχους, και
στοχεύει στη διαμόρφωση συνεκτικών πολιτικών σε όλους τους σχετικούς τομείς,
και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο περιβάλλον», είπε.
Αναγνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα η περιβαλλοντική πολιτική δεν
υπονομεύθηκε μόνο από την οικονομική κρίση, αλλά κυρίως από την πολιτική κρίση
και το υφιστάμενο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, ο Αν. ΥΠΕΝ εστίασε στους
βασικούς άξονες της περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας, οι οποίοι είναι όλοι
συνδεδεμένοι με τους Στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος σε θέματα κυκλικής οικονομίας και
μετάβασης σε νέα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης, ο Αν. ΥΠΕΝ. επεσήμανε ότι η
στροφή προς την κυκλική οικονομία αποτελεί πλέον ειδικό κεφάλαιο της
αναπτυξιακής στρατηγικής της Ελλάδας και σχετικές δράσεις, όπως η προώθηση της
βιομηχανικής συμβίωσης και η ανακύκλωση οργανικών αποβλήτων και αδρανών υλικών
συντονίζονται ευρύτερα από Ειδική Διϋπουργική Επιτροπή.
Ήδη, η χώρα στοχεύει να περάσει από την εποχή της ταφής
απορριμμάτων στην ανάκτηση και ανακύκλωση του 74% των αποβλήτων. Έχουν ληφθεί
μέτρα για το δραστικό περιορισμό της πλαστικής σακούλας και ο εθνικός
σχεδιασμός βρίσκεται πλέον σε τελική φάση με το νέο νομοσχέδιο για την
ανακύκλωση, όπου εισάγονται καινοτόμα οικονομικά και κοινωνικά εργαλεία για την
υποστήριξη των περιβαλλοντικών τεχνολογιών, της επιχειρηματικότητας και της
καινοτομίας, και την ενδυνάμωση της αγοράς των δευτερογενών προϊόντων από την
επεξεργασία των αποβλήτων.
Στα ζητήματα αναπτυξιακού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού, ο
Αν. ΥΠΕΝ τόνισε την αναγκαιότητα ενός ενιαίου περιβαλλοντικού υπόβαθρου το
οποίο θα διασφαλίζει την προστασία και αειφορική διαχείριση του φυσικού
κεφαλαίου και της βιοποικιλότητας της χώρας και θα ξεκαθαρίζει τις σχέσεις
κράτους-επιχειρηματικότητας-κοινωνίας. Μετά από πολλά χρόνια καθυστερήσεων, η
Ελλάδα προχωρά με την οριοθέτηση του δασικού χώρου, μέσω της ανάρτησης και
κύρωσης των δασικών χαρτών, την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και το χωροταξικό
σχεδιασμό, που θα επιτρέψουν την καλύτερη χωροθέτηση νέων επενδύσεων και την
υλοποίηση έργων που καθυστερούν για χρόνια, λόγω γραφειοκρατικών δυσκολιών και
προβλημάτων στην τελική περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Επιπλέον, η θέσπιση ενός μόνιμου εθνικού συστήματος
διοίκησης και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, που θα στηρίζεται στους
Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών και θα καλύπτει πάνω από το 90% του
οικολογικού αποθέματος της χώρας, μπορεί να προωθήσει νέα τοπικά αναπτυξιακά πρότυπα
και οικονομικές δραστηριότητες που θα συμβαδίζουν με την προστασία της φύσης
και της βιοποικιλότητας, υποστηρίζοντας και τη διεύρυνση της τουριστικής
περιόδου. Τόνισε, ωστόσο, ότι χρειάζεται και Ευρωπαϊκή υποστήριξη: η Ελλάδα
συγκεντρώνει το 35% της βιοποικιλότητας της Ευρώπης, και υπάρχει σημαντικό
χρηματοδοτικό κενό για την υλοποίηση σχεδίων διαχείρισης, που απαιτεί ειδικά
χρηματοδοτικά εργαλεία.
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο Αν.
ΥΠΕΝ επανέλαβε ότι η χώρα παραμένει προσηλωμένη στις δεσμεύσεις της Συμφωνίας
των Παρισίων και τους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα ήδη
επιτυγχάνει τους στόχους μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το 2020,
ενώ και οι στόχοι για το 2030 θα επιτευχθούν χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.
Στον τομέα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, έχει ολοκληρωθεί το θεσμικό
πλαίσιο και πλέον, μέσω του αντίστοιχου περιφερειακού σχεδιασμού θα καθοριστούν
οι συγκεκριμένες αναγκαίες προτεραιότητες και δράσεις προσαρμογής σε
περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Εξάλλου, η κλιματική αλλαγή αποτελεί και προτεραιότητα σε
θέματα περιβαλλοντικής διπλωματίας: σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα έχει ήδη
πετύχει ένα ειδικό χρηματοδοτικό εργαλείο ύψους 400 εκατ. ευρώ για την
απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος των νησιών. Στο χώρο της Ανατολικής
Μεσογείου, η χώρα επίσης έχει θέσει την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή ως
προτεραιότητα στις τριμερείς συνεργασίες με Κύπρο και Ισραήλ και με Κύπρο και
Αίγυπτο, και ηγείται των αντίστοιχων πρωτοβουλιών.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Αν. ΥΠΕΝ. επεσήμανε ότι η
διαφανής και συμμετοχική περιβαλλοντική διακυβέρνηση, η ισότιμη διεύρυνση της
παραγωγικής βάσης και η ανάπτυξη πραγματικών λύσεων, με συμμετοχή της
κοινωνίας, είναι απαραίτητα στοιχεία της Αντζέντας για το 2030, λέγοντας
χαρακτηριστικά ότι «χρειαζόμαστε τοπικές λύσεις και τοπικές συμφωνίες για την
επίλυση προβλημάτων, με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων, κοινωνική
συμμετοχή και κοινωνικό έλεγχο. Οι κυβερνήσεις θέτουν το πλαίσιο και θεσπίζουν
εργαλεία. Ωστόσο, χωρίς συμμετοχή της αυτοδιοίκησης, των φορέων, των
επιχειρήσεων, της κοινωνίας και των πολιτών, δεν μπορούν να σχεδιαστούν και να
υλοποιηθούν μακροχρόνιες, αποτελεσματικές και ουσιαστικές λύσεις. Και σε αυτή
την κατεύθυνση πρέπει να αποκαταστήσουμε σχέσεις αξιοπιστίας και κοινής ευθύνης
για το περιβάλλον».