Χρειάζονται δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια νέων επενδύσεων σε
έργα υγροποιημένου φυσικού αερίου (
LNG) για να αποφευχθεί η κρίση εφοδιασμού κατά τη δεκαετία του 2020,
όπως προειδοποιεί η
Shell.
Παρά την υλοποίηση μιας σειράς έργων στην Αυστραλία και την εμφάνιση στο προσκήνιο
των ΗΠΑ ως εξαγωγέα φυσικού αερίου, χρειάζονται ανανεωμένες επενδύσεις για την αντιμετώπιση
της αυξανόμενης ζήτησης από την Κίνα και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, αναφέρει η
Shell
στο
LNG
Outlook
2018.
Η εταιρεία, μαζί με την
Chevron, την
Total
και την
ExxonMobil,
είχαν βάλει φρένο για περαιτέρω επενδύσεις το 2014. Τώρα, ο κ.
Maarten
Wetselaar, διευθυντής στον τομέα
του φυσικού αερίου της
Shell,
δηλώνει στους Financial Times, ότι θα χρειαστούν επιπλέον 200 εκατομμύρια τόνοι
ετησίως σε χωρητικότητα
LNG
έως το 2030 – ποσότητα που «ισοδυναμεί» με περίπου 20 μεγάλα
έργα, εκ των οποίων το καθένα κοστίζει περί τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια.
"Η βιομηχανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια μεγάλη
πρόκληση για την κάλυψη της ζήτησης κατά τη δεκαετία του 2020", δήλωσε
ο κ.
Wetselaar
στο
Reuters.
Μάλιστα, εάν το ζήτημα του πιθανού ελλείμματος δεν επιλυθεί, τότε οι τιμές θα είναι
υψηλότερες, όπως επεσήμανε ο ίδιος στους
T
imes.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της
Shell, η αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου
έφθασε 30% υψηλότερα από τις προβλέψεις. Ειδικότερα, η εμπορία
LNG
έφθασε τα 293 εκατομμύρια τόνους το 2017,
από μόλις 100 εκατομμύρια τόνους στις αρχές του αιώνα. Σύμφωνα με την καταμέτρηση
της Shell, με σχεδόν 300 εκατομμύρια τόνους, οι προμηθευτές έστειλαν πέρυσι αρκετό
LNG για να τροφοδοτήσουν περίπου 575 εκατομμύρια σπίτια.
Παρά την ανάπτυξη, η ολλανδική εταιρεία προειδοποιεί ότι η αγορά
θα έρθει αντιμέτωπη με μια έλλειψη
LNG
έως τα μέσα της δεκαετίας του 2020, λόγω
της ανεπαρκούς επένδυσης σε νέα έργα.
Το LNG διαδραματίζει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό
μίγμα, καθώς οι χώρες σε όλο τον κόσμο επιδιώκουν να μετριάσουν τις επιπτώσεις της
κλιματικής αλλαγής. Αν και το φυσικό αέριο είναι ένα ορυκτό καύσιμο που εκπέμπει
ρύπους, θεωρείται καθαρότερο από τον άνθρακα και το πετρέλαιο θέρμανσης.
Οι αναλυτές αναμένουν ότι οι τιμές φυσικού αερίου θα παραμείνουν
χαμηλές καθώς η αγορά καλύπτει όλες τις νέες προμήθειες, αλλά η Shell προειδοποιεί ότι η αγορά μπορεί εύκολα να περάσει από την υπερπροσφορά
στο έλλειμμα από τα μέσα της δεκαετίας του 2020.
"Παρατηρούμε ακόμη σημαντική ζήτηση από τους παραδοσιακούς
εισαγωγείς στην Ασία και την Ευρώπη, αλλά βλέπουμε επίσης ότι το LNG παρέχει ευέλικτο,
αξιόπιστο και καθαρότερο ενεργειακό εφοδιασμό και σε άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο", υπογράμμισε ο Maarten Wetselaar. Και πρόσθεσε:
"Μόνο στην Ασία, η ζήτηση αυξήθηκε κατά 17 εκατομμύρια τόνους. Δηλαδή σχεδόν
όσο παρήγαγε το 2017 η Ινδονησία, ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας
LNG
στον
κόσμο".
Στην καρδιά του προβλήματος, όπως σημειώνεται στην έκθεση της
Shell, βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο οι χώρες εισάγουν LNG. Παραδοσιακά, οι πωλητές
«έκλειναν» μακροπρόθεσμες συμβάσεις με τους πελάτες, μια ρύθμιση που τους επέτρεπε
να εξασφαλίζουν επενδύσεις που αφορούν σε τεράστιες εγκαταστάσεις επεξεργασίας φυσικού
αερίου, ώστε να το μεταφέρουν στο εξωτερικό σε «υπερψυγμένη υγρή μορφή».
Όμως, ενώ οι περισσότεροι προμηθευτές εξακολουθούν να προτιμούν
αυτές τις συμβάσεις, πολλοί αγοραστές επιλέγουν πλέον πιο ευέλικτες συμφωνίες. Οι
αποκαλούμενες επιτόπιες παραδόσεις LNG ή οι αποστολές που πραγματοποιήθηκαν με βάση
τις ανάγκες, χρειάστηκε να αυξηθούν κατά 17% το 2017 σε ένα σύνολο 1.100 φορτίων.
Οι συμβάσεις αυτές επιτρέπουν στους αγοραστές να επωφεληθούν
από τις διακυμάνσεις των τιμών, μια τάση που πρέπει να συνεχιστεί καθώς αρκετές
χώρες (όπως και η Ελλάδα) επιδιώκουν να δημιουργήσουν κόμβους εμπορίας
LNG.
Από την άλλη πλευρά όμως, η αποσύνδεση των προτιμήσεων μεταξύ αγοραστών και πωλητών, σύμφωνα με τους αναλυτές
της
Shell, απειλεί να προκαλέσει
αβεβαιότητα στον κλάδο και να αναγκάσει τους προμηθευτές να σταματήσουν να εγκρίνουν
επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις.
Το 2017, η Κίνα πήρε τα ηνία από τη Νότια Κορέα για να γίνει
ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στον κόσμο. Οι εισαγωγές LNG πέρυσι ανήλθαν
σε 38 εκατομμύρια τόνους, καθώς το Πεκίνο σχεδιάζει να μειώσει την εξάρτηση από
τον άνθρακα.
H
Shell βλέπει την αύξηση των αποστολών υγροποιημένου φυσικού αερίου
να προέρχονται κυρίως από την Αυστραλία, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο μετά
το Κατάρ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η διακυβέρνηση Τραμπ προωθεί το
LNG
ως
το καύσιμο που θα αυξήσει την ενεργειακή ασφάλεια στην Ευρώπη και θα διαφοροποιήσει
τις πηγές καυσίμων για την Ασία. Σύμφωνα με την έκθεση της Shell, στα τέλη του 2019
αναμένεται να λειτουργήσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες πέντε εγκαταστάσεις εξαγωγής
LNG.