Η πρόοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της αύξησης της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης επιβραδύνεται, θέτοντας σε κίνδυνο την εκπλήρωση των στόχων της για το 2020 και το 2030. 

Οι ειδικοί του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος είναι σαφείς. Η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταφορών, ευθύνεται για την απομάκρυνση από τους συγκεκριμένους στόχους της ΕΕ. Στην Ελλάδα, αναφορικά με τη συνεισφορά των ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, το 2016, διαμορφώθηκε σε 1,7% κυρίως λόγω της συνεισφοράς του βιοντίζελ. Όπως αναφέρεται στον νέο Εθνικό Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα, που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση έως την ερχόμενη Δευτέρα, η συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας του τομέα των μεταφορών παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή και είναι η συμμετοχή της βιοαιθανόλης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερα ποσοστά διείσδυσης έως το 2020, οπότε εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5%.

Πάντως, στην Ευρώπη, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την επιβράδυνση επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί για την πράσινη ενέργεια, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το πρακτορείο Reuters, φέρει η Γερμανία. Το πρακτορείο επικαλείται πηγές που αναφέρουν ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Olaf Scholz, δεν δείχνει ιδιαίτερο ζήλο για τις προσπάθειες παύσης λειτουργίας μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που καίνε «κάρβουνο». Σύμφωνα με την ίδια πηγή η Γερμανία οπισθοχωρεί έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες επιθυμούν θέσπιση πιο φιλόδοξων ορίων εκπομπών για τα φορτηγά, επιμένοντας ότι οι περικοπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) δεν πρέπει να υπερβούν το 15% έως το 2025 και το 30% μέχρι το 2030.

Αντίθετα με την ΕΕ, η καθαρή ενέργεια «βλέπει» την πρώτη νίκη της επί των ορυκτών καυσίμων στις αναδυόμενες αγορές. Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, οι αναπτυσσόμενες χώρες, για πρώτη φορά, προσέθεσαν μεγαλύτερη «πράσινη» ισχύ, σε σύγκριση με εκείνη που προέρχεται από ορυκτά καύσιμα.

Το περασμένο έτος, η παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας αντιπροσώπευε λίγο περισσότερο από τα μισά από τα 186 γιγαβάτ νέας ισχύος στις αναπτυσσόμενες χώρες, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα Climatescope του BNEF, η οποία δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα. Μάλιστα, οι φτωχές χώρες, οι οποίες άλλωστε πλήττονται περισσότερο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία έχουν επιδεινωθεί εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, έχουν προσθέσει μεγαλύτερη παραγωγή καθαρής ενέργειας από τις αναπτυγμένες οικονομίες, αυξάνοντας την ισχύ με μηδενικές εκπομπές άνθρακα κατά 114 γιγαβατ σε σύγκριση με περίπου 63 γιγαβάτ που καταγράφηκαν σε πλουσιότερες χώρες.

Τα ευρήματα δείχνουν μια ανάκαμψη, σε σχέση με μια δεκαετία πριν, όταν τα πλουσιότερα έθνη του κόσμου κυριαρχούσαν στις επενδύσεις ΑΠΕ. Σήμερα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες διαθέτουν αφθονία φυσικών πόρων και χαμηλότερο κόστος εξοπλισμού, στοιχεία που επιτρέπουν την υλοποίηση φθηνότερων έργων ΑΠΕ από ότι αντίστοιχες υποδομές για παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με την έκθεση.

Σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον απανθρακοποίησης, δεν υπάρχει χώρος για τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Πώλ Κρούγκμαν, στη στήλη του New York Times αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχουν καλόπιστοι αρνητές της παγκόσμιας αλλαγής του κλίματος. Και η άρνηση των επιστημονικών δεδομένων με στόχο το κέρδος, το πολιτικό όφελος ή την ικανοποίηση του εγώ τους, όταν οι συνέπειες είναι τρομακτικές, είναι αποτρόπαιη, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο νομπελίστας. Μάλιστα, όπως λέει ο ίδιος, η αλλαγή του κλίματος δεν σκοτώνει μόνο τους ανθρώπους, όπως το κάπνισμα ή ο καρκίνος, αλλά μπορεί να «σκοτώσει» επίσης και τον πολιτισμό.