και στο τέλος γελούσαν σε αυτό το λυτρωτικό ξέσπασμα των κηδειών. Από τις καλύτερες διηγήσεις που άκουσα ήταν ότι στο γνωστό της τρίκυκλο, στο οποίο κρέμαγε τσαμπιά από σταφύλια και λουλούδια και αλώνιζε τις Σπέτσες, είχε οξυγονοκολλήσει μία θεσούλα στο πίσω μέρος. Ο λόγος είναι ότι στο μπροστινό κουβούκλιο δεν χωρούσαν πολλές φιλενάδες της για να τις πηγαίνει για μπάνιο. Μια αυγουστιάτικη ημέρα, λοιπόν, έβαλε μια ηλικιωμένη φίλη της να κάτσει εκεί. Ογδοντάρα μεν και η ίδια, οδηγούσε όμως πάντα με ξέφρενη ταχύτητα. Οταν έφτασε στη θάλασσα, ανακάλυψε ότι στο πίσω κάθισμα βρισκόταν μόνο το καπέλο της φίλης της. Η καημένη επιβάτις προφανώς είχε πέσει κάπου στα σοκάκια των Σπετσών...
Η Μελά είχε μια δαιμονισμένη, μεταδοτική όρεξη για ζωή. Είχε το σωματικό σθένος, τη νοητική φρεσκάδα και τη διάθεση για πειράγματα μιας παντοτινής νιότης. Με κράση αθλητική, κολυμπούσε σαν δελφίνι στην παραλία του Αγίου Νικολάου.
Μικρή είχε διακριθεί μάλιστα και στο τένις, ως πανελλήνια πρωταθλήτρια αντισφαίρισης το 1940. Με μυϊκή δύναμη ανδρός, κράταγε το καλέμι και τη σμίλη για να πολεμήσει το μάρμαρο. Παράλληλα είχε θάρρος, σε ό,τι και αν έκανε. Λες και ο παππούς της Παύλος Μελάς της είχε κληροδοτήσει το ηρωικό της ψυχής του. Αυτά τα χαρακτηριστικά της, προδιέγραψαν ολόκληρη τη ζωή της, μαζί βέβαια και με το καλλιτεχνικό της ταλέντο που αφυπνίστηκε νωρίς.
Γεννημένη στην Κηφισιά το 1923 ανατράφηκε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με σόι τους Μελάδες, τους Μιαούληδες, τους Πεσμαζόγλου και τους Δραγούμηδες. Τούτο βέβαια της έδωσε την αστική «πετριά» αλλά δεν την εμπόδισε να πάρει αποφάσεις ζωής που δεν ταίριαζαν με το συχνά ασφυκτικό πλαίσιο της καταγωγής της. Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το ’42 μαθητεύοντας στον Κώστα Δημητριάδη και στον Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Μετά την αποφοίτησή της άνοιξε δικό της εργαστήριο. Εγινε γρήγορα το στέκι καλλιτεχνών της γενιάς του ’30. Ο Εγγονόπουλος, η Ανδρικοπούλου, ο Τσαρούχης που της είχε κάνει μαθήματα σχεδίου, ο Εμπειρίκος και βέβαια ο φίλος της Γιάννης Μόραλης σύχναζαν εκεί.
Σε εκείνη τη δύσκολη δεκαετία του ’40, η Μελά που είχε τον πατριωτισμό ως ύψιστη αξία μπήκε από νωρίς στο ΕΑΜ με τον Κίτσο Μαλτέζο, τον Αξελό, τον Αδωνι Α. Κύρου και τον Βύρωνα Μελά. Ανέπτυξε αντιστασιακή δράση, πάλι με το γνωστό της θάρρος και την πρόσβασή της στην καλή κοινωνία για εράνους. Ούτε την ένοιαζε που τη φώναζε ο Κατσίμπαλης «Βασιλοκομμουνίστρια». Μετά την εκτέλεση του Μαλτέζου, όμως, η Μελά αποκήρυξε για πάντα την Αριστερά. Τη ρώτησα για τη μυθοποίηση του πολιτικού αυτού χώρου σε μία από τις συνεντεύξεις μας: «Υπήρξαν ηρωικές στιγμές αναμφισβήτητα, που έχτισαν ένα μύθο.
Ομως η Αριστερά δημιούργησε κακό προηγούμενο, έκανε ζημιά στον τόπο επειδή επέτρεψε την ισοπέδωση αρχών και αξιών τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οπως και να έχουν τα πράγματα, σήμερα δεν πρέπει να μας αφορούν τα κόμματα και οι πολιτικοί συνασπισμοί. Μόνο η φιλοπατρία. Δεν έχουμε χρονικά περιθώρια», μου είπε χωρίς περιστροφές. Ηταν το 2012.
Το 1951 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη. Οπως περιγράφει σε μια συνέντευξη στη Μαρία Χαραμή («ΒΗΜΑ»), η γνωριμία τους έγινε χάρις σε ένα τούβλο:«Γνωριστήκαμε χάρις σε ένα… τούβλο. Που έπεσε στο εργαστήριό μου και παρ’ ολίγον… Ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης, τότε, νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο δικό μας κτίριο και ο Αρης το επισκεύαζε. Κατά λάθος έφυγε του εργάτη το τούβλο, βγήκα στην αυλή, φώναξα, ο Αρης κατέβηκε να γυρέψει συγγνώμην και με κάλεσε για μπάνιο. Κατεβαίναμε για μπάνια στην Πειραϊκή, τα ήξερε όλα. Παίζοντας με ένα κρόκαλο, είδα πως το έπιανε ακριβώς όπως κι εγώ. Κατάλαβα πως θα ταιριάζαμε, θα ευτυχούσαμε αν παντρευόμασταν, και του το πρότεινα. Ξαφνιάστηκε. Υφηγητής τότε στον Πικιώνη. Που προς τιμήν του μου είπε “ορθώς τον ερωτεύθηκες, ο Κωνσταντινίδης είναι καλύτερος από εμένα!”. Παντρευτήκαμε τον άλλο χρόνο». Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Αλεξάνδρα.
Τα πρώτα χρόνια δουλειάς της χρησιμοποίησε υλικά όπως ο πηλός, το μάρμαρο και η πέτρα. Η επίδραση του Δημήτρη Πικιώνη ήταν εμφανής στο έργο της αυτή την περίοδο. Ασχολήθηκε με την εκτέλεση μνημειακών έργων, προτομών και παραγγελιών για τον δημόσιο χώρο. Από το 1960 έκανε μια ρήξη με την παράδοση, διδάχθηκε τεχνικές οξυγονοκόλλησης και στράφηκε στις κατασκευές από μέταλλο. Το 1963 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός». Είχε την ίδια δεινότητα στην ανθρώπινη φιγούρα αλλά και στις αναπαραστάσεις ειδών του ζωικού βασιλείου, με τα υπέροχα κατσικάκια και κοκοράκια της, τις γοργόνες και τους ήρωές της.
Μέσα της δεν γέρασε ποτέ. Μπορεί τα μαλλιά της να έγιναν λευκά και το πρόσωπό της να γέμισε στίγματα, αλλά η ψυχή της το έλεγε. Και αλίμονο αν την κατσάδιαζε κάποιος πως το τσιγάρο σκοτώνει. Δεν το έβγαζε από το στόμα της. Θα θυμάμαι πάντα μία από τις συμβουλές της, να μη χάνω ποτέ το κουράγιο μου. «Μα πώς είναι δυνατόν;» τη ρώτησα. Είναι ταλέντο» μου απάντησε. «Οπως όλα τα καλά πράγματα που μας χαρίζει ο θεός. Για τον ίδιο λόγο μας έχει δώσει δύο μάτια, δύο χέρια, τα πόδια μας. Πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε όσο έχουμε δυνάμεις. Να βαδίζουμε, να ανασαίνουμε, να βλέπουμε, να αγγίζουμε, να χαιρόμαστε. Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος». Ε, λοιπόν, αυτήν την ευτυχία, η Νάτα τη μοίρασε σε όλους. Και το γέλιο και τη χαρά. Οπως λέει και μια γιαπωνέζικη παροιμία, τον χρόνο που περνάμε γελώντας, τον μοιραζόμαστε με τους ίδιους τους θεούς.
(πηγή: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")