Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τις γραφικές παραστάσεις που ακολουθούν το κενό συμπληρώθηκε από την αυξημένη κατανάλωση φ. αερίου (40%), από την συνεισφορά των ΑΠΕ (33%) και των υδροηλεκτρικών μονάδων (5%) και τις συνήθεις εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τις γειτονικές χώρες (22%).
Όπως επισημαίνει το εβδομαδιαίο Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του ΙΕΝΕ (Τεύχος 135 στις 11/5) "οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα υψηλό και μη ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα να τίθενται εκτός συστήματος" στην ημερήσια κατανομή. Αξίζει να αναφερθεί ότι την προηγούμενη εβδομάδα η μέση Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) κινήθηκε ανοδικά σε σύγκριση με την προ-προηγούμενη εβδομάδα διαμορφούμενη στα €29,21 / MWh, που είναι και από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη (με εξαίρεση την Πολωνία όπου η αντίστοιχη τιμή έφθασε τα €38.27 / MWh).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς το υψηλό κόστος που έχει διαμορφώσει η ΔΕΗ για τις λιγνιτικές ηλεκτροπαραγωγικές της μονάδες οφείλεται σε δυο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, στα υψηλά λειτουργικά και ανελαστικά έξοδα λειτουργίας της κάθε μονάδας (βλέπε μεγάλος αριθμός απασχολούμενου προσωπικού, υψηλό κόστος συντήρησης και παράλληλη λειτουργία ορυχείων), και δεύτερον στις μεγάλες τιμές για δικαιώματα ρύπων που εδώ και δυο χρόνια κινούνται σταθερά πάνω από τα €25/τόνο.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η ΔΕΗ προκειμένου να διατηρήσει σε λειτουργία τις μονάδες τηλεθέρμανσης πού καλύπτουν τις ανάγκες θέρμανσης σε Κοζάνη, Πτολεμαΐδα και Αμύνταιο χρησιμοποιεί την Μονάδα Νο.5 του Αγίου Δημητρίου, η οποία μετά από συμφωνία με τους υπόλοιπους ηλεκτροπαραγωγούς δεν συμμετέχει στον ημερήσιο προγραμματισμό. Οφείλουμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι η χαμηλή συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων στο εγχώριο ηλεκτροπαραγωγικό σύστημα δεν προέκυψε αιφνίδια και ήδη από το Β Εξάμηνο του 2018 η ΔΕΗ είχε αρχίσει να περιορίζει την χρήση τους σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσει χρήματα αποφεύγοντας την μεγάλη πληρωμή δικαιωμάτων ρύπων και ταυτόχρονα περικόπτοντας τις εργολαβίες στα ορυχεία.
Το κενό που έχει δημιουργηθεί σήμερα στο ηλεκτροπαραγωγικό portofolio της ΔΕΗ, μετά την αδρανοποίηση των λιγνιτικών μονάδων, καλύπτουν οι μονάδες συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο το φυσικό αέριο που συμπεριλαμβάνουν αυτές του Αλιβερίου, της Μεγαλόπολης, της Κομοτηνής, του Λαυρίου και ασφαλώς τα υδροηλεκτρικά. Ακόμα θα πρέπει να λογισθούν και οι εισαγωγές που πραγματοποιεί η Επιχείρηση μέσα από τις διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις (από Ιταλία, Αλβανία, Β. Μακεδονία, Βουλγαρία και Τουρκία).
Η μηδενική συνεισφορά του λιγνίτη την περασμένη εβδομάδα μπορεί να μην σήμανε ακόμα το τέλος του και η ΔΕΗ να μπορέσει να συνεχίσει την εκμετάλλευση του για λίγο χρονικό διάστημα ακόμα, όμως καθίσταται φανερό ημέρα με την ημέρα ότι υπάρχει ημερομηνία λήξεως. Τα οικονομικά στοιχεία είναι συντριπτικά εις βάρος του λιγνίτη και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Επιχείρηση θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να επιταχύνει την πλήρη απόσυρση (μέχρι το 2022/23) και αποξήλωση των μονάδων που τόσα χρόνια κάλυψαν με αξιοζήλευτη ικανότητα τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας. Όμως η διατήρηση ενός (αδρανούς) λιγνιτικού δυναμικού 4.0 GW είναι δυσβάστακτο κόστος για μια υπερχρεωμένη επιχείρηση.
Ασφαλώς και ο λιγνίτης δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί πλήρως ως εθνικό καύσιμο αφού είναι ακόμα υπό κατασκευή η μονάδα Πτολεμαΐδα 5, ισχύος 650 MW, που με την υψηλή της απόδοση και πολύ μικρότερο λειτουργικό της κόστος (όταν ξεκινήσει την λειτουργία της το 2022) θα μπορέσει να παρατείνει για λίγο ακόμα διάστημα την εκμετάλλευση του λιγνίτη ενώ αργότερα θα συμβάλλει περαιτέρω με την χρήση βιομάζας η άλλων εναλλακτικών καυσίμων.