Το βιβλίο της πολυετούς ιστορίας της, που είναι συνυφασμένη με την ανοικοδόμηση της Ελλάδας και την προσπάθεια της χώρας να αναπτυχθεί, επιδιώκει να κρατήσει ανοιχτό η Χαλυβουργική, παρά το γεγονός ότι τα χρονικά περιθώρια αντίδρασης στενεύουν μετά την αίτηση της Εθνικής Τράπεζας για υπαγωγή της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης

Το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει την έντονη διαμάχη μεταξύ τράπεζας και εταιρείας, με αποτέλεσμα τη δημοσιοποίηση της επιχειρηματολογίας της κάθε πλευράς σχετικά με την εξέλιξη αυτή. Η μεν Χαλυβουργική διατυπώνει την αντίθεσή της στο σχέδιο της Εθνικής Τράπεζας για την υπαγωγή της σε ειδική διαχείριση τονίζοντας πως όχι μόνο δεν είναι λύση, αλλά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη απαξίωση και καταστροφή της επιχείρησης. Η Χαλυβουργική σημειώνει πως η Εθνική Τράπεζα έσπευσε να καταθέσει την αίτηση υπαγωγής της εταιρείας σε ειδική διαχείριση μόλις 2 ημέρες πριν από την κατάργηση της σχετικής διαδικασίας υπό τον νέο πτωχευτικό νόμο. Τονίζει πως ήδη από το 2017 τα προβλήματα των εγκαταστάσεων της Χαλυβουργικής είχαν γίνει εγκαίρως γνωστά στην τράπεζα και έχει τεθεί υπόψη της εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση. Η δε Τράπεζα διατυπώνει πως εξέτασε όλες τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις και μετά από στάθμιση όλων των επιλογών, λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα του χρόνου μη εξυπηρέτησης, την ανάγκη μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με γνώμονα τη διαφύλαξη των συμφερόντων των μετόχων της, προέκρινε την επιλογή υποβολής ένδικης αίτησης για ειδική διαχείριση, η οποία πρόκειται να κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια.

Η ιστορία της Χαλυβουργικής είναι σημαντική και ταυτίζεται με την ανάπτυξη των μεγάλων έργων στην Ελλάδα. Η Χαλυβουργική είναι η ιστορικότερη ελληνική χαλυβουργία με έναν αιώνα σχεδόν εμπειρία στην παραγωγή χαλυβουργικών προϊόντων. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 υπήρξε η μοναδική, πλήρως καθετοποιημένη χαλυβουργία στην Ελλάδα η οποία χρησιμοποιούσε σιδηρομετάλλευμα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τελικών προϊόντων. Η εταιρεία ξεκίνησε ως βιομηχανία καρφιών το 1932 και εξελίχθηκε σε μικρό χαλυβουργείο επί της οδού Πειραιώς στην Αθήνα το 1938. Το 1953 η εταιρεία έθεσε σε λειτουργία νέες καμίνους στην Ελευσίνα, που σύντομα μεταβλήθηκαν σε πλήρως καθετοποιημένη σιδηρουργία-χαλυβουργία. Το 1958 απέκτησε κάμινο ανοικτής εστίας και το 1963 έθεσε σε λειτουργία την πρώτη υψικάμινο στον Ελλάδα, καθώς και μεταλλάκτες τύπου LD. Το 1975, η εταιρεία έθεσε σε λειτουργία και δεύτερη υψικάμινο ανεβάζοντας έτσι την παραγωγική της δυναμικότητα σε 2,5 εκατ. τόνους χάλυβα ετησίως.

Από το 1981 όμως η Χαλυβουργική άρχισε να φθίνει. Η εταιρεία συνέχισε να παράγει επιμήκη προϊόντα στην Ελευσίνα, σε σύγχρονες εγκαταστάσεις δυναμικότητας 500.000 τόνων, υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου και των γιων του. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αλλά και του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, η εταιρεία υπολειτουργούσε από το 2012 μέχρι σήμερα. Ο ανταγωνισμός από την Κίνα, το υψηλό ενεργειακό κόστος, η έλλειψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων στην Ευρώπη αλλά και τα Βαλκάνια, η αδυναμία εξεύρεσης νέων αγορών και η δυσκολία παραγωγής καινοτόμων προϊόντων έπληξαν μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές εταιρείες χάλυβα και τις ελληνικές και ειδικά τη Χαλυβουργική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας, η Χαλυβουργική έχει περιστείλει ουσιωδώς την παραγωγική δραστηριότητα χάλυβα σταδιακά από το 2012. Το σύνολο των υποχρεώσεών της (συμπεριλαμβανομένων και οφειλών σε ΔΕΚΟ) ανέρχεται στο ποσό των 562 εκατ. ευρώ με στοιχεία Δεκεμβρίου 2018. Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων της Χαλυβουργικής στην Εθνική Τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 344 εκατ. ευρώ με στοιχεία Νοεμβρίου 2020, πλέον τόκων. Η Χαλυβουργική σταμάτησε να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις στην Εθνική Τράπεζα τον Νοέμβριο του 2015 και σήμερα αποτελεί το, μακράν, μεγαλύτερο μη εξυπηρετούμενο δάνειο στον ισολογισμό της ΕΤΕ.

Η Χαλυβουργική στην πρόσφατη ανακοίνωσή της τονίζει πως «οι μέτοχοί της, χωρίς να έχουν λάβει οποτεδήποτε μέρισμα, έχουν εισφέρει στην επιχείρηση πάνω από 250 εκατ. ευρώ από το 2003 μέχρι πρόσφατα. Ακολούθως, ουδέποτε έλαβαν κρατική επιδότηση». Σημειώνει ότι συνέχισε να καταβάλλει όλα αυτά τα χρόνια κανονικά τη μισθοδοσία, υλοποίησε πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου με την καταβολή συνολικού ποσού 6 εκατ. ευρώ και εκπληρώνει μέχρι σήμερα κανονικά τις υποχρεώσεις της προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Επισημαίνει επίσης πως η παύση των δραστηριοτήτων της από το 2016 οφείλεται σε συνδυασμό αντικειμενικών εξωγενών παραγόντων που δεν συσχετίζονται με τη διοίκηση ή τις προθέσεις των μετόχων της. Και τονίζει πως, παρά τα προβλήματα, οι εγκαταστάσεις της παραμένουν από τις πιο σύγχρονες μονάδες παραγωγής χάλυβα σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται σε στρατηγική τοποθεσία στην Αττική.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")