Είναι χαρακτηριστικό ότι η ισπανική Repsol, η οποία αποφάσισε να αποεπενδύσει από τη χώρα μας ανακοίνωσε πως βάσει του νέου επιχειρησιακού της πλάνου σχεδιάζει να περιορίσει την παρουσία της σε μόλις 14 αγορές από 34 στις οποίες είναι παρούσα σήμερα. Η ισπανική εταιρεία έχει δηλώσει ότι θα μειώσει τις ετήσιες επενδύσεις της στο upstream (έρευνα και παραγωγή πετρελαίου) από 2,4 δισ. ευρώ το 2019 σε 1,6 δισ. ευρώ ετησίως το 2025.
Ο έτερος μεγάλος παίκτης που έχει επίσης παρουσία στην ελληνική αγορά η αμερικανική ExxonMobil, σύμφωνα με το guidance που εξέδωσε για το 2021 πρόκειται να περιορίσει τις επενδύσεις της κατά 11% έως 25% από τα 21,4 δισ. δολάρια το 2020 σε 16 έως 19 δισ. δολάρια. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις της ExxonMobil ήταν ήδη περιορισμένες το 2020 κατά 9,8 δισ. δολάρια έναντι του 2019.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Rystad οι επενδυτικές δαπάνες για απόκτηση νέων πεδίων από μεγάλες πετρελαϊκές βρέθηκε το 2020 στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 5ετίας και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω το 2021.
Πίσω από τις εξελίξεις αυτές, δεν κρύβεται μόνο η κρίση της πανδημίας και η μεγάλη αστάθεια που έχει προκύψει στις τιμές του πετρελαίου. Ο πετρελαϊκός κλάδος βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, με τις μεσομακροπρόθεσμες προβλέψεις να δείχνουν μείωση της ζήτησης πετρελαίου, λόγω της σημαντικής αύξησης της διείσδυσης της ηλεκτροκίνησης και εν γένει του εξηλεκτρισμού όχι μόνο των μετακινήσεων αλλά και άλλων τομέων της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες περιορίζουν τις εξορύξεις καθώς βλέπουν να έρχεται με ταχύτατους ρυθμούς η ενεργειακή μετάβαση σε ένα οικονομικό περιβάλλον χαμηλών ή ακόμη και μηδενικών εκπομπών άνθρακα, που αναγκαστικά μεταφράζεται σε περιορισμό της κατανάλωσης πετρελαίου.
Σε αυτό το αβέβαιο και διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο, η ελληνική αγορά υδρογονανθράκων είναι ακόμη πιο ευάλωτη για δύο κύριους λόγους:
Πρώτον δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των ώριμων αγορών. Παρά τις εντυπώσεις που κατά καιρούς έχουν δημιουργηθεί από δηλώσεις και εκτιμήσεις, εντούτοις στην ελληνική αγορά υπάρχει μόνο ένα παραγωγικό κοίτασμα στον Πρίνο και πέραν τούτου τα ευρήματα περιορίζονται μόνο σε προκαταρκτικά δεδομένα από σεισμικές καταγραφές. Πρόκειται για πρώιμες ενδείξεις που θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από τη διενέργεια πανάκριβων ερευνητικών και στη συνέχεια παραγωγικών γεωτρήσεων. Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κύπρο, όπου εντοπίστηκαν κοιτάσματα φυσικού αερίου, για κάθε μία επιτυχημένη γεώτρηση, πραγματοποιήθηκαν ακόμη 5 αποτυχημένες γεωτρήσεις.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τα εγγενή προβλήματα του εγχώριου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επενδύσεις στη χώρα μας είναι η στάση που τηρούν διευθύνσεις περιβάλλοντος σε περιφέρειες, οι οποίες αρνούνται να εκδώσουν θετικές περιβαλλοντικές γνωμοδοτήσεις ακόμη και για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όταν οι πράσινες επενδύσεις δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, τα εμπόδια είναι πολλαπλάσια για τις πολύ πιο "βαριές” περιβαλλοντικά δραστηριότητες εξόρυξης υδρογονανθράκων. Γενικότερα ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός έχει αποδείξει στην περίπτωση των υδρογονανθράκων την βραδύτητα με την οποία κινείται, ειδικά εάν σκεφτεί κανείς ότι κλείνουμε σχεδόν οκτώ χρόνια από τον πρώτο διαγωνισμό παραχωρήσεων, χωρίς ακόμη να έχει πραγματοποιηθεί κάποια ερευνητική γεώτρηση.
Το αρνητικό αυτό περιβάλλον και η δυσμενής συγκυρία τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι ο συνεταίρος της Repsol σε αρκετές από τις ελληνικές παραχωρήσεις, η εταιρεία Energean βρίσκεται σε αναζήτηση πιθανού νέου συνεταίρου, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι η ανταπόκριση μόνο ενθαρρυντική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η ελληνική αγορά υδρογονανθράκων βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή και εκ των πραγμάτων οι προσδοκίες θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν σε πιο ρεαλιστικές, με βάση τα νέα δεδομένα βάσεις.
(από capital.gr)