Μπορεί οι φόβοι των αναλυτών για επιστροφή των τιμών του φυσικού αερίου πάνω από τα επίπεδα των 100 ευρώ/MWh, λόγω των τυμπάνων του πολέμου στην Ουκρανία, να μην έχουν προσώρας επιβεβαιωθεί, καθώς η τιμή αναφοράς στο διεθνές hub της Ολλανδίας παραμένει στα επίπεδα των 80 ευρώ/MWh. Πλην, όμως, το ράλι... ήρθε από αλλού:

Ο λόγος για την έντονα ανοδική πορεία των εκπομπών δικαιωμάτων ρύπων στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων (ETS) που άγγιξαν χθες το ιστορικό υψηλό των 97 ευρώ/τόνο εκπομπών CO2, έναντι 38 ευρώ/τόνο έναν χρόνο πριν.

Η μέση τιμή των ρύπων από μόλις 5 ευρώ/τόνο το 2017 έφθασε τα 15 ευρώ το 2018, τα 24 ευρώ τη διετία 2019/2020 και τα 52 ευρώ το 2021, με κάποιους παράγοντες της αγοράς να προεξοφλούν ακόμα ταχύτερη και πιο απότομη άνοδο φέτος, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και των πολιτικών που ακολουθεί η Ε.Ε. ώστε να επιταχύνει τη μετάβαση σε καθαρότερες πηγές ενέργειας. Είναι ενδεικτικό ότι η υπέρβαση του «φράγματος» των 100 ευρώ/τόνο εκπομπών CO2 που αναμενόταν στο τέλος της δεκαετίας, δεν αποκλείεται να είναι θέμα λίγων ημερών.

Δικαιώματα από... χρυσάφι

Η ξέφρενη πορεία των τιμών των ρύπων είναι μια εξέλιξη που συντηρεί την πίεση στις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή ακρίβεια και τον πληθωρισμό ) στη ΔΕΗ -που λόγω της ρυπογόνου λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής της έχει μεγάλη επιβάρυνση- αλλά και στις βιομηχανίες που όπως επισημαίνουν στελέχη, μιλώντας προς τη «Ν», υποχρεώνονται να αγοράζουν πανάκριβα δικαιώματα εκπομπών ρύπων από τη χρηματιστηριακή αγορά, στον βαθμό που δεν καλύπτονται από τα δωρεάν δικαιώματα που διατίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό όρους σε επιλεγμένες ενεργοβόρες βιομηχανικές δραστηριότητες.

Σε κάθε περίπτωση, το ράλι των ρύπων δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται σταθερά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τις υψηλότερες χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού το τελευταίο διάστημα, στον βαθμό που το ενεργειακό μίγμα της χώρας έχει ακόμα υψηλό βαθμό εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Σημειώνεται ότι σήμερα η πρόβλεψη για τη μέση τιμή στην Προημερήσια Αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας είναι τα 234,34 ευρώ/MWh (υψηλότερη τιμή στην Ε.Ε.), με το κυριαρχικό ποσοστό φυσικού αερίου (42,37%) αλλά και το σχετικά υψηλό ποσοστό του λιγνίτη (12,47%) στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής να αντανακλούν εν πολλοίς αυτή ακριβώς την εικόνα.

Από τους μεγαλύτερους «χαμένους» του ράλι των ρύπων είναι η ΔΕΗ, καθώς υποχρεώνεται σε αγορά ακριβών δικαιωμάτων ρύπων για τη λειτουργία των λιγνιτικών της μονάδων (με δεδομένο ότι για την παραγωγή μιας λιγνιτικής μεγαβατώρας απαιτείται κατά μέσο όρο 1,5 τόνος εκπομπών CO2), με το κόστος να είναι δυσβάσταχτο, παρότι η λιγνιτική παραγωγή της ΔΕΗ έχει περιοριστεί δραστικά. Είναι ενδεικτικό ότι η δαπάνη για δικαιώματα εκπομπών CO2 εκτοξεύθηκε σε 539,4 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο του 2021, από 263,1 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020, λόγω της αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων. Η επιβάρυνση έγινε ιδιαίτερα αισθητή το τρίτο τρίμηνο του έτους (242,5 εκατ. ευρώ με ετήσια αύξηση 163,9%) και θεωρείται βέβαιο ότι ο παράγοντας αυτός θα επιδράσει ανασταλτικά και στα αποτελέσματα του δ' τριμήνου. Κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι η επιβάρυνση από το ράλι των ρύπων και για τους ηλεκτροπαραγωγούς με μονάδες φυσικού αερίου, έστω κι αν για κάθε μεγαβατώρα που παράγεται από φυσικό αέριο εκπέμπονται 400 κιλά CO2.

Βάρη στις επιχειρήσεις

Το ράλι των εκπομπών δικαιωμάτων ρύπων αυξάνει και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, όχι μόνο εμμέσως -διά των υψηλών τιμών ρεύματος-, όσο και άμεσα, στο μέτρο που υποχρεούνται να αγοράζουν από το Χρηματιστήριο ένα μέρος των δικαιωμάτων ρύπων που εκπέμπουν, καθώς το ποσοστό των δωρεάν δικαιωμάτων για την ενεργοβόρο βιομηχανία και τη μεταποίηση βαίνει μειούμενο (από 80% το 2013 στο 30% το 2020), καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιδιώκει να ενθαρρύνει τη μείωση των εκπομπών ρύπων και το «πρασίνισμα» των δραστηριοτήτων. Πηγές της βιομηχανίας ανέφεραν στη «Ν» ότι η συντριπτική πλειονότητα των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα που δικαιούνται δωρεάν δικαιώματα ρύπων έχουν έλλειμμα δωρεάν δικαιωμάτων της τάξης του 30%, η κάλυψη του οποίου προσθέτει ακόμα μια «πηγή» κόστους για τις επιχειρήσεις, σε μια ήδη δύσκολη συγκυρία.

Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσανατολίζεται σε περαιτέρω αυστηροποίηση του πλαισίου για τα δικαιώματα ρύπων στο «κάδρο» του πακέτου μέτρων Fit for 55. Γι' αυτό και στο τέλος του 2021 ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Χαλυβουργιών Eurofer ζήτησε την αναθεώρηση του σχεδίου των Βρυξελλών για κατάργηση της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, σε συνδυασμό με ένα πιο ρεαλιστικό σχέδιο όσον αφορά τον Διασυνοριακό Μηχανισμό Προσαρμογής Άνθρακα CBAM. Η Eurofer υποστήριξε ότι η κατάργηση της δωρεάν κατανομής θα αποτελέσει τον «Δούρειο Ίππο» για τους φιλόδοξους στόχους απανθρακοποίησης της Ε.Ε., θέτοντας παράλληλα σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα στρατηγικών βιομηχανικών τομέων.

Παράπλευρο όφελος

Υπάρχει ωστόσο και η θετική πλευρά του νομίσματος: Το ράλι των ρύπων έχει και ένα... παράπλευρο όφελος, που δεν είναι άλλο από την αυξημένη εισροή εσόδων για τα δικαιώματα εκπομπών στους κορβανάδες των κρατών-μελών. Δεν είναι τυχαίο ότι εν Ελλάδι ο ΔΑΠΕΕΠ προσβλέπει φέτος σε έσοδα της τάξης του 1,5-2 δισ. ευρώ, η μερίδα του λέοντος των οποίων θα προέλθει από τους ρύπους και θα «προικοδοτήσει» το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, επιστρέφοντας ως επιδοτήσεις στους καταναλωτές (και από τον Ιανουάριο και στις επιχειρήσεις) που πλήττονται από τις υψηλές τιμές ρεύματος που τροφοδοτούνται εν πολλοίς από... το ράλι των δικαιωμάτων εκπομπών CΟ2. Υπενθυμίζεται ότι μέσω του ΤΕΜ -κατά κύριο λόγο- έχουν ήδη δοθεί 1,7 δισ. ευρώ έως τον Ιανουάριο και ο υπουργός ΠΕΝ Κώστας Σκρέκας «φωτογράφισε», μιλώντας στη Βουλή, την αύξηση του συνολικού ποσού σε 2 δισ. ευρώ για τον Φεβρουάριο, με τις λεπτομέρειες του πακέτου για τον τρέχοντα μήνα να αναμένονται την επόμενη βδομάδα.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")