Η εφαρμογή του λεγόμενου «Ιβηρικού μοντέλου» (πλαφόν στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για την ηλεκτροπαραγωγή) στην Ελλάδα, με τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εγχώριας αγοράς (περισσότερες διασυνοριακές διασυνδέσεις, λιγνιτική παραγωγή, ύπαρξη πλαφόν ανά τεχνολογία στη χονδρεμπορική αγορά), θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας κατά 30%

Και μάλιστα με διαχειρίσιμο κόστος και χωρίς σημαντική αύξηση στην κατανάλωση φυσικού αερίου, εάν το πλαφόν τεθεί στα 80 ευρώ/MWh, έναντι 40 ευρώ/MWh που ισχύει για Ισπανία-Πορτογαλία.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη υψηλόβαθμων στελεχών της Grant Thornton για την προσομοίωση του «Ιβηρικού μοντέλου» για την ελληνική αγορά, η οποία καλύπτει την περίοδο Οκτωβρίου 2021-Απριλίου 2022 και έγινε στη βάση των πραγματικών δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού είναι συζευγμένη με αυτές της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.

Κύκλοι της βιομηχανίας σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της μελέτης έλεγαν ότι «όσοι απέρριπταν τη διερεύνηση μιας παραλλαγής του Ιβηρικού μοντέλου στη χώρα βιάστηκαν να βγάλουν συμπεράσματα». Οι ίδιες πηγές πρόσθεταν ότι εάν η τιμή του φυσικού αερίου πάνω από την οποία θα δίνεται η επιδότηση (πλαφόν) καθοριστεί στα 80 ευρώ/μεγαβατώρα ή υψηλότερα, αφενός το κόστος της επιδότησης περιορίζεται σημαντικά, αφετέρου οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος μειώνονται οριζόντια για όλους, με το όφελος να διαχέεται σε ολόκληρη την οικονομία. Επιπλέον, διατηρείται το λεγόμενο «merit order» (ιεραρχική σειρά ένταξης στο σύστημα) των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, δηλαδή δεν εκτοπίζεται η λιγνιτική παραγωγή και δεν αυξάνεται η κατανάλωση φυσικού αερίου παρά τη διαφαινόμενη αύξηση των εξαγωγών.

Το «Ιβηρικό μοντέλο» προωθείται από τη Γαλλία ως προτιμητέα μέθοδος αποσύνδεσης των τιμών ηλεκτρισμού και μάλιστα συμπεριλήφθηκε στο Κείμενο Συμπερασμάτων της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών (20-21 Οκτωβρίου). Η Κομισιόν προχώρησε σε αξιολόγηση που παρουσίασε μέσω non paper στο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας την περασμένη εβδομάδα. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι η εφαρμογή της σε επίπεδο Ε.Ε. εμφανίζει σημαντικές προκλήσεις, και προσκρούει, μεταξύ άλλων, στην «αλλεργία» των Βρυξελλών για επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων, αλλά στις ενστάσεις -λόγω υψηλού κόστους- χωρών όπως η Γερμανία με μεγάλη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής (κάτι που δεν ισχύει για Γαλλία και Ισπανία). Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η Κομισιόν αφήνει ανοιχτή την πόρτα εφαρμογής του μέτρου σε εθνικό επίπεδο, ακόμα και αν δεν εφαρμοστεί «ως υποχρεωτική ευρωπαϊκή λύση». Όπως αναφέρει, «οι χώρες-μέλη είναι ελεύθερες να κοινοποιήσουν εθνικά σχήματα τέτοιου τύπου». Όπως και στην περίπτωση του «Ιβηρικού μοντέλου», τέτοιες εθνικές παρεμβάσεις θα πρέπει να συνάδουν με τους κανόνες της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις και να διασφαλίζουν ότι δεν προκύπτουν περιορισμοί και εμπόδια στις διασυνοριακές ροές ηλεκτρισμού μεταξύ χωρών-μελών της Ε.Ε.

Στην Ελλάδα, ορισμένοι παράγοντες του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας υποστήριζαν το προηγούμενο διάστημα ότι η εφαρμογή του «Ιβηρικού μοντέλου» θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας, λόγω μεγάλης αύξησης των εξαγωγών της φθηνότερης επιδοτούμενης ηλεκτροπαραγωγής, ενώ θα συνοδευόταν και από υπέρμετρο κόστος, που εκτιμάται σε τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Η μελέτη της Grant Thornton, πάντως, δείχνει ότι τα θέματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν εάν το μοντέλο εφαρμοστεί με τις σωστές για την Ελλάδα προδιαγραφές.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")