Αντοχές και ευελιξία εν μέσω δυσχερούς οικονομικού περιβάλλοντος επιδεικνύει ο εξορυκτικός κλάδος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021

Σύμφωνα με τον απολογισμό της περσινής χρονιάς, τα κύρια σημεία του εξορυκτικού κλάδου για το 2021 αποτέλεσαν επιγραμματικά η σημαντική ζήτηση πρώτων υλών µε καλές τιμές, η αύξηση 10% της παραγωγής (σε τόνους εμπορεύσιμων τελικών προϊόντων), η αύξηση 12% των πωλήσεων των εταιρειών-μελών του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) και 10% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου (στο 1,52 δισ. ευρώ), η αύξηση 15% των εξαγωγών, η μείωση κατά 8% του αριθμού απασχολουμένων των εταιρειών-μελών του ΣΜΕ και κατά 3% του αριθμού των απασχολουμένων για το σύνολο του κλάδου.

Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΜΕ, Αθανάσιος Κεφάλας, μέχρι στιγμής οι εταιρείες του κλάδου έχουν επιδείξει αντοχή, προσαρμοστικότητα και ευελιξία στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και της κρίσης του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, έχοντας καταφέρει να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση των προϊόντων τους και να αντιμετωπίσουν, κατά το δυνατόν, τις ισχυρές ανοδικές πιέσεις στο κόστος παραγωγής. Σε αυτή την προσπάθεια σημαντική ήταν η υποστήριξη του λιγνίτη στη διασφάλιση της επάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία οδήγησε και σε αύξηση της εξόρυξής του κατά 10% σε σχέση µε το 2020.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως σημειώνει ο ΣΜΕ, αντιφατικές παραμένουν οι πρακτικές της Ε.Ε. ως προς τις ευρωπαϊκές ορυκτές πρώτες ύλες, γεγονός που καθιστά δυσχερείς τις κρίσιμες αποφάσεις για τον κλάδο. Σύμφωνα με τον ΣΜΕ, εάν ο τομέας των πρώτων υλών δεν γίνει ελκυστικός σε επενδύσεις, βοηθώντας τον να βελτιώσει τη βιώσιμη λειτουργία του από θέση ανταγωνιστική με τις εισαγόμενες πρώτες ύλες, τότε ο τομέας δεν θα μπορέσει να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών που προέρχονται από την εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal). Αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες εισαγωγές πρώτων υλών που θα έχουν παραχθεί με πολύ λιγότερους περιβαλλοντικούς περιορισμούς.

Αυξημένη ζήτηση

Συνοπτικά το 2021 ο κλάδος της εξορυκτικής βιομηχανίας κατέγραψε πολύ αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών και μετάλλων, η οποία δεν μπορούσε να καλυφθεί από τους προμηθευτές. Παράλληλα, όμως, η αυξημένη ζήτηση μετάλλων οδήγησε σε πρωτοφανείς αυξήσεις τιμών, ενώ η συνεχιζόμενη πρωτοφανής ζήτηση μετάλλων και μεταλλικών προϊόντων υπερέβη τη δυναμικότητα παραγωγής των εγκαταστάσεων. Πολύ μεγάλη ήταν η αύξηση θαλάσσιων ναύλων µε συνεχή παρουσία της μεγάλης έλλειψης σε containers. Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού λόγω Covid-19 δημιούργησε επίσης μεγάλες καθυστερήσεις στη διακίνηση των προϊόντων στα λιμάνια, επιτείνοντας τη µη κάλυψη της ζήτησης και κατ’ επέκταση τη σημαντική δυσλειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Επιπλέον, μεγάλη ήταν η αύξηση του κόστους παραγωγής των ορυκτών πρώτων υλών, των καθετοποιημένων προϊόντων τους, των μετάλλων και των συμπυκνωμάτων, λόγω των μεγάλων αυξήσεων των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και των τιμών των αναγκαίων για την παραγωγή πρώτων υλών. Ωστόσο η αύξηση της ζήτησης και των τιμών στα προαναφερθέντα προϊόντα του κλάδου δεν κατόρθωσε να αντισταθμίσει τα μεγάλα κόστη παραγωγής και διακίνησης. Οι ίδιες εξελίξεις σημειώθηκαν στο μάρμαρο και τα αδρανή υλικά, µε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Σημαντικό στοιχείο αποτέλεσε η αναθέρμανση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά, καθώς και το γεγονός πως η παραγωγή λιγνίτη κρατήθηκε στα επίπεδα του 2020 παρότι υπήρχαν εκτιμήσεις ότι θα μπορούσε να μειωθεί αρκετά.

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")