Αλ. Σδούκου: Δεν Ευθύνεται η Κυβέρνηση για το Πάγωμα των Ερευνών Υδρογονανθράκων

Αλ. Σδούκου: Δεν Ευθύνεται η Κυβέρνηση για το Πάγωμα των Ερευνών Υδρογονανθράκων
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Δευ, 21 Νοεμβρίου 2022 - 17:59

Στο risk aversion των πετρελαϊκών εταιρειών αποδίδει η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, Αλεξάνδρα Σδούκου το πάγωμα του επενδυτικού ενδιαφέροντος για νέα έργα υδρογονανθράκων την τελευταία δεκαετία και σε αυτό το αντιεπενδυτικό κλίμα απέδωσε και την αποχώρηση των Repsol και TotalEnergies από τις παραχωρήσεις που διέθεταν στην χώρα μας. Με συνέντευξή της στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, η κα Σδούκου εμφανίζεται πολύ αποκαλυπτική σε όλα όσα αφορούν στις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων στο ζήτημα της έρευνας για τον εντοπισμό πετρελαίου και φυσικού αερίου στον χερσαίο και υποθαλάσσιο χώρο μας.

Όπως αναφέρει, η ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό της επανέναρξης του προγράμματος ερευνών υδρογονανθράκων, τον περασμένο Απρίλιο, αλλά και η πρόσφατη δήλωσή του για επιτάχυνση των σεισμικών ερευνών σε Κρήτη και Ιόνιο, έγιναν για δύο λόγους. Πρώτον επειδή πρέπει να μάθουμε εάν πράγματι υπάρχουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ώστε να μπορέσουμε στο μέλλον να έχουμε την ευκαιρία να παράγουμε έσοδα από εγχώριους ενεργειακούς πόρους. Και δεύτερον επειδή σε περίπτωση που η Ελλάδα αποδειχτεί ότι διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, μπορεί να γίνει μια νέα πηγή ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης, αλλά και βασικός μοχλός ενεργειακής ασφάλειας στην περιοχή.  Ξεκαθαρίζει όμως, ότι έως ότου φθάσουμε σε σημείο να τρυπήσουμε, δεν θα μάθουμε ποτέ τί κρύβει ο ελληνικός χερσαίος και υποθαλάσσιος χώρος. Όλα τα υπόλοιπα που ακούγονται είναι απλώς εκτιμήσεις.

Δεν παραλείπει, όμως να επιρρίψει και ευθύνες στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την «απαξίωση» όπως τη χαρακτήρισε, της εθνικής προσπάθειας για τους υδρογονάνθρακες, επειδή κατά την ίδια η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση έβαλε «απαγορευτικό» στις νέες επενδύσεις και πυροδότησε έντονο κλίμα αβεβαιότητας, όταν ήταν η ίδια που είχε διαπραγματευτεί ορισμένες από τις σχετικές συμβάσεις.

Η Γενική Γραμματέας Ενέργειας απορρίπτει, παράλληλα, τους ισχυρισμούς ότι η πρόσφατη στροφή στα ορυκτά καύσιμα υπονομεύει την πορεία της χώρας προς την Ενεργειακή Μετάβασηκαι την ουδετερότητα άνθρακα για το 2050.

«Οι στόχοι που θέσαμε ως κυβέρνηση για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας και για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα έως τα 2050 θα εκπληρωθούν στο ακέραιο και σε ορισμένες περιπτώσεις, πριν από το αρχικό χρονοδιάγραμμα», υποστηρίζει.

Αναφέρεται ακόμη για τον εθνικό στόχο που αφορά στην προσέλκυση επενδύσεων 35 δισ. ευρώ σε νέα έργα ΑΠΕ έως το 2030, ενώ αναγγέλλει και την προδημοσίευση του οδηγού εφαρμογής του προγράμματος για την επιδότηση εγκατάστασης φωτοβολταϊκών και μπαταριών στις στέγες, στο τέλος του Νοεμβρίου.

Επίσης, αναφερόμενη στο σχεδιασμό που  θα περιλαμβάνει το νέο ΕΣΕΚ, αποκαλύπτει πως δεν θα καλύπτει την τρέχουσα δεκαετία, όπως συμβαίνει με το υφιστάμενο Σχέδιο, αλλά και τις επόμενες δύο, έτσι ώστε να αποτυπώνει την πορεία της χώρας προς το net-zero. Επίσης, τονίζει πως αυτό γίνεται επειδή από το 2019 που υποβλήθηκε το ισχόυν ΕΣΕΚ, έχουν αυξηθεί οι προκλήσεις σε ό,τι αφορά στην ασφάλεια εφοδιασμού, όσο και οι ευκαιρίες, με την ωρίμανση νέων τεχνολογιών, όπως τα υπεράκτια αιολικά, το υδρογόνο και το βιομεθάνιο, η αποθήκευση ενέργειας, παράλληλα με το γεγονός ότι δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το νεότερο πακέτο μέτρων και πολιτικών, που θα τεθούν σε εφαρμογή ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση που ενέτεινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Αναφέρεται επίσης στις διαδικασίες απλοποίησης της έκδοσης αδειών για νέα έργα ΑΠΕ, στα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας που έχουν τεθεί σε εφαρμογή και εμπλουτίζονται με νέα πιο εμπροσθοβαρή μέτρα και δράσεις, καθώς και στο νομοσχέδιο για την ανάπτυξη οικιακών λύσεων για φωτοβολταϊκά πάνελ.

Τέλος κάνει εκτενή αναφορά στις πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης σε επίπεδο Ε.Ε. για τον μετριασμό των τιμών στο φυσικό αέριο και στην ηλεκτρική ενέργεια. «Είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι, που έστω και καθυστερημένα, η πρόταση του Πρωθυπουργού τυγχάνει αποδοχής από ακόμη περισσότερες χώρες, ωστόσο, δεν πρέπει να παραλείψω να τονίσω ότι τηρούμε στάση αναμονής για τον τρόπο που θα εφαρμοστεί το πλαφόν, εφόσον προταθεί επισήμως από την Επιτροπή, έτσι ώστε να αποβεί πραγματικά και ουσιαστικά ωφέλιμο για τους καταναλωτές», καταλήγει η κα Σδούκου.