Το ενδιαφέρον είναι ότι φαίνεται ότι πολλοί διαβλέπουν ακόμη και επιχειρηματικές ευκαιρίες. Δεν είναι τυχαίο ότι λόγω της κρίσης σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ του 2016 ο αριθμός των βενζινάδικων που φέρουν σήμα εταιρειών εμπορίας έφτασε το 2016 στα 5.367, ενώ το 2009 ήταν 6.472. Δηλαδή έκλεισαν σε έξι χρόνια 1.105 πρατήρια ή μειώθηκαν κατά 20%. Μάλιστα τα 307 έκλεισαν μέσα σε ένα έτος, το 2015. Ωστόσο σήμερα με βάση όσα αναφέρουν στην “Εστία της Κυριακής" στελέχη της αγοράς ο αριθμός τους έχει αυξηθεί, έχοντας φτάσει, με βάση το Παρατηρητήριο Υγρών Καυσίμων του Υπουργείου Ανάπτυξης, γύρω στα 5.800.
Όπως, δε, αναφέρουν τα ίδια στελέχη, καταγράφεται μια τάση για δυο τύπους πρατηρίων. Η μια αφορά υποδομές μεγάλης κλίμακας που είναι εκτός αστικών ιστών, αλλά σε καλά εμπορικά σημεία (οδικές αρτηρίες κτλ) κι όπου αξιοποιώντας τους διαθέσιμους χώρους μπορεί να αναπτυχθεί εμπορική δραστηριότητα στο Φυσικό Αέριο, στην Ηλεκτροκίνηση, παράλληλα με αυτή των Υγρών Καυσίμων. Η άλλη τάση έχει να κάνει με πρατήρια εντός αστικών ιστών, όπου λόγω της έκτασης των χώρων στάθμευσης, μπορεί να αναπτυχθεί ένα σημείο για εξυπηρέτηση πολλαπλών τύπων, από παροχή κάθε μορφής υπηρεσίας μέχρι τη μικρή λιανική, με στόχο την προσφορά μιας μεγάλης δέσμης από προϊόντα και υπηρεσίες με επίκεντρο τη συνολική εμπειρία του καταναλωτή.
Ήδη, βέβαια, η εικόνα των πρατηρίων έχει αλλάξει την τελευταία 10 -15ετία λόγω της κρίσης και της υπερφορολόγησης του κλάδου, αλλά και του αθέμιτου ανταγωνισμού από τους λαθρεμπόρους. Πολλές επιχειρήσεις έχουν αναζητήσει νέα προϊόντα και υπηρεσίες για να προσθέσουν στην γκάμα τους ώστε να ενισχύσουν τα οικονομικά τους. Έτσι μέχρι σήμερα καφέ, μίνι σούπερ μάρκετ, καθαριστήρια, ακόμη και σημεία εστίασης έχουν βρει στέγη σε βενζινάδικα καθώς, όπως αναφέρθηκε, οι σταθμοί καυσίμων δίνουν ευκαιρίες εύκολης στάθμευσης, χρόνου διάθεσης από τους καταναλωτές αλλά και προθυμία «σπατάλης» λίγων ευρώ μαζί με το φουλάρισμα του ρεζερβουάρ.
Τελευταίο «απόκτημα» στη λίστα αυτή φαίνεται να είναι οι υπηρεσίες εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, τυχερών παιχνιδιών, “έξυπνες” θυρίδες για διανομές ταχυμεταφορών (smart lockers).
Παράλληλα, πολλές εταιρείες εμπορίας αναπτύσσουν και δίκτυο ιδιολειτουργούμενων, δηλαδή, πρατηρίων που το προσωπικό είναι υπάλληλοι της εταιρείας κι όχι κάποιου συνεργαζόμενου επιχειρηματία. Σε αυτές τις περιπτώσεις κρίνεται πιο συμφέρον για λόγους ελέγχου ποιότητας καυσίμων, ανάπτυξης επενδυτικού πλάνου, διασφάλισης βέλτιστων εμπορικών συμφωνιών με προμηθευτές προϊόντων για την συστεγαζόμενη μικρή λιανική, να εντάσσεται στην εταιρική ομπρέλα ένα σημείο λιανικής πώλησης καυσίμων, λειτουργώντας και ως “σημαία”. Βέβαια, θα πρέπει να αναφερθεί ότι με τα νέα δεδομένα της αγοράς, τις μεγάλες επενδύσεις που απαιτούνται σε φορτιστές, δεξαμενές υγραερίου ή συμπιεσμένου φυσικού αερίου (CNG) ή τις δεσμεύσεις για την πληρωμή των ειδικών φόρων και την εξόφληση των προμηθειών των εταιρειών εμπορίας, που απαιτούν μεγάλη ρευστότητα, δεν είναι και εύκολο για έναν επιχειρηματία να αντεπεξέλθει.
Σε κάθε περίπτωση καθώς η ανάγκη για κίνηση δε σταματά και στη νέα αυτή πραγματικότητα η βασική οικονομική “ύλη” για ένα πρατήριο θα εξακολουθεί να είναι, όπως αναφέρεται, από στελέχη του κλάδου εμπορίας, το ίδιο το καύσιμο, σε νέες βέβαια μορφές, πιο “πράσινες” και φιλικές στο περιβάλλον.
Ανανεώσιμα καύσιμα
Με βάση άλλωστε τα νέα δεδομένα στην καθημερινότητα μπαίνουν τα ανανεώσιμα καύσιμα που συμπεριλαμβάνουν τα καύσιμα βιομάζας και τα βιοκαύσιμα, τα συνθετικά και παραφινικά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένης της προαναφερθείσας αμμωνίας, τα οποία παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Με βάση,δε. ενημερωτικό σημείωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα βιοκαύσιμα, δηλαδή, βιοδιασπώμενα καύσιμα που παράγονται από φυτικά ή ζωικά λίπη ή ανακυκλωμένο λίπος εστιατορίων αποτελούν πλέον ένα από τα σημαντικότερα είδη εναλλακτικών καυσίμων, αντιπροσωπεύοντας το 4,4% της κατανάλωσης καυσίμων στον τομέα των μεταφορών στην ΕΕ.
Υπάρχουν, δε, κι άλλα καύσιμα που έχουν προβολή στο μέλλον των μεταφορών:
-Το υγροποιημένο αέριο πετρελαίου (LPG) προέρχεται από το αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και, μελλοντικά, από τη βιομάζα. Εκπέμπει 35% λιγότερο CO2 από τον άνθρακα, 12% λιγότερο CO2 από το πετρέλαιο και σχεδόν καθόλου επικίνδυνα λεπτά σωματίδια αέρα. Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν ήδη καλά εδραιωμένες υποδομές για το υγραέριο αυτοκινήτων, γνωστό και ως υγραέριο κίνησης.
-Το συμπιεσμένο φυσικό αέριο (CNG) παράγεται μέσω της συμπίεσης φυσικού αερίου (συνήθως μεθανίου).
-Τα συνθετικά ή παραφινικά καύσιμα παράγονται μέσω της χρήσης βιομάζας ή φυσικού αερίου, αλλά φυτικών και ζωικών λιπών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 5% περίπου των αυτοκινήτων και των φορτηγών που κυκλοφορούν σήμερα στην ΕΕ χρησιμοποιεί εναλλακτικά καύσιμα. Το 2022, ο αριθμός των ηλεκτρικών οχημάτων ξεπέρασε τα 4,4 εκατομμύρια, 16 φορές περισσότερα από ό,τι το 2015. Στην Ελλάδα, από τα 6.137.610 επιβατικά αυτοκίνητα, τα 243.338 χρησιμοποίησαν εναλλακτικά καύσιμα. Από αυτά, τα 11,990 ήταν ηλεκτρικά και υβριδικά. Στην Κύπρο δε, από τα 647.026 επιβατικά αυτοκίνητα, τα 1.108 χρησιμοποίησαν εναλλακτικά καύσιμα το 2022. Από αυτά, τα 895 ήταν ηλεκτρικά και υβριδικά.
Η μετάβαση σε οχήματα μηδενικών εκπομπών πρέπει να συμβαδίζει με ολοκληρωμένες υποδομές σταθμών επαναφόρτισης και ανεφοδιασμού. Επί του παρόντος, υπάρχουν περίπου 360.000 δημοσίως προσβάσιμα σημεία ηλεκτρικής φόρτισης στην ΕΕ, αλλά τα περισσότερα είναι συγκεντρωμένα σε λίγες μόνο χώρες (Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Σουηδία). Όμως, τον Οκτώβριο του 2022, το Κοινοβούλιο ενέκρινε την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών κανόνων που αφορούν τις απαραίτητες υποδομές, ώστε να γίνουν πιο προσβάσιμες και να προωθηθεί η χρήση εναλλακτικών καυσίμων.
Οι ευρωβουλευτές ζητούν την ανάπτυξη περισσότερων και πιο ισχυρών σταθμών φόρτισης στους κύριους δρόμους της ΕΕ. Προτείνουν, δε, να υπάρχει τουλάχιστον ένας σταθμός ηλεκτρικής φόρτισης για αυτοκίνητα ανά 60 χλμ. κατά μήκος των κύριων οδών της ΕΕ έως το 2026. Η ίδια απαίτηση θα ισχύει για τα φορτηγά και τα λεωφορεία, αλλά μόνο στα κεντρικά διευρωπαϊκά δίκτυα και με πιο ισχυρούς σταθμούς. Το Κοινοβούλιο προτείνει επίσης τη δημιουργία σταθμών ανεφοδιασμού με υδρογόνο κατά μήκος των κύριων οδών της ΕΕ (ανά 100 χλμ.) έως το 2028. Το 2021, υπήρχαν μόνο 136 σταθμοί ανεφοδιασμού στην ΕΕ.