Παρ’ ότι στην Ελλάδα εφαρμόζουμε κατά καιρούς τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα, δεν έχουμε μάθει ούτε να κάνουμε σωστές επιλογές, ούτε να τα αξιοποιούμε, προκειμένου να αποκομίσουμε ευρύτερα οφέλη στην διεθνή σκηνή. Η διπλωματία είναι παιχνίδι ισορροπιών, όπου ο παίκτης ποτέ δεν είναι ένας.
Η διπλωματία των εξοπλισμών λοιπόν ασκείται συνήθως κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μένουν όλοι ευχαριστημένοι. Κάτι που γίνεται με «μοίρασμα» των συμβολαίων ανά χώρα. Η πείρα όμως έχει αποδείξει ότι η τακτική αυτή είναι εξ ίσου επισφαλής με την μονόπλευρη ταύτιση. Στην μία περίπτωση μπορεί να επιτύχουμε την ευμενώς αδιάφορη στάση όλων, ενώ στην άλλη μπορεί η υποστήριξις του ενός να αποβή άχρηστη όταν θα υπάρχη εχθρότης από πολλούς άλλους.
Το χειρότερο είναι, ότι και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να έχουν γίνει κακές επιλογές οπλικών συστημάτων. Τις επιπτώσεις θα τις υποστούμε αν ποτέ χρειασθή να αντιμετωπίσουμε μιαν έκτακτη κατάσταση ή μία κρίση. Η επικρατούσα αντίληψις ότι «πόλεμος δεν γίνεται άρα δεν υπάρχη λόγος ανησυχίας» προδίδει ασυγχώρητη αφέλεια και εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Οι κρίσεις είναι πάντοτε απρόβλεπτες και η περιοχή μας γίνεται συνεχώς και πιο ασταθής.
Επιπροσθέτως, οι επιλογές ακαταλλήλων όπλων ελάχιστα υπηρετούν το ισχύον δόγμα της αποτροπής αυξάνοντας το ενδεχόμενο της κρίσεως. Όταν η άλλη πλευρά βλέπει τέτοιες επιλογές αντιλαμβάνεται ότι δεν είσαι σοβαρός και της ανοίγει η όρεξη. Δεν είναι και πολύ ευφυές να δαπανά μια χώρα μεγάλα ποσά μόνο και μόνο για να αποδείξη την απρονοησία της και να προκαλέση τις εξελίξεις…
Συνεπώς, μόνη αποδοτική μορφή της διπλωματίας των εξοπλισμών, είναι η κατά περίπτωσιν άσκησίς της, προκειμένου να εξασφαλισθή συγκεκριμένο αντάλλαγμα για συγκεκριμένη αγορά. Και πάλι όμως πρέπει το αποκτώμενο οπλικό σύστημα να είναι κατάλληλο για τις ανάγκες μας. Διαφορετικά έχουμε κάνει μια «τρύπα στο νερό».
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξαν δύο περιπτώσεις τέτοιων αγορών που συνεδέθησαν με πολιτικά ανταλλάγματα. Η πρώτη αφορούσε σε 40 αεροπλάνα Μιράζ 2000 την αγορά των οποίων απεφάσισε η Κυβέρνησις Παπανδρέου περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το αντάλλαγμα ήτο μια σειρά ευρωπαϊκών πιστώσεων υπό την μορφή των λεγομένων Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Όλοι ενθυμούμεθα το γεγονός ότι τα αεροπλάνα αυτά απεδείχθησαν ανεπαρκή (τυφλά Μιράζ απεκλήθησαν τότε), η ελληνική πλευρά ηρνήθη να παραλάβη αρκετά από αυτά και εν τέλει έγινε επαναδιαπραγμάτευσις. Διορθώθηκαν, αλλά τα επληρώσαμε πολλαπλάσια. Ίσως να έφυγε εκεί όλο το όφελος από τα ΜΟΠ.
Η δεύτερη περίπτωσις αφορούσε στις πυραυλακάτους «Σούπερ Βήτα» οι οποίες αγοράθηκαν από την Βρεταννία με αντάλλαγμα την υποστήριξή της για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή τα προβλήματα ήσαν ελάχιστα και μάλλον πρέπει να θεωρείται ότι ήσαν οι συνήθεις «παιδικές ασθένειες» που παρουσιάζει κάθε σύστημα που εισάγεται για πρώτη φορά σε ενέργεια.
Σε καμμία περίπτωση δεν υπήρξε διαρκής συμμαχία στηριγμένη στους εξοπλισμούς. Όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς. Στην χώρα μας μάλιστα συνέβη κατ’ επανάληψιν να δικαιολογηθή η απόκτησις ακαταλλήλων συστημάτων ως «πολιτική απόφασις». Απόφασις η οποία δεν βοήθησε ιδιαιτέρως την ελληνική διπλωματία, αλλά κατεδίκασε τις ένοπλες δυνάμεις μας σε ανεπάρκεια…
Η ορθή πρακτική δεν υπαγορεύει την επιλογή οπλικών συστημάτων με πολιτικά κριτήρια. Αυτή είναι η πρακτική του αφελούς. Απεναντίας πρέπει τα προς απόκτησιν συστήματα να επιλέγωνται με αυστηρά επιχειρησιακά κριτήρια σύμφωνα με τις ιδιαίτερες αμυντικές ανάγκες της χώρας μας. Η διπλωματική εκμετάλλευσις αυτών των αγορών μπορεί να έπεται. Αυτός είναι ο κανών. Εξαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν. Πάντα όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και με συγκεκριμένα άμεσα ανταλλάγματα. Γραμμάτια στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν.
Τέλος δε, πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς τι μπορούμε να περιμένουμε από την άλλη συμβαλλομένη πλευρά. Και να μην έχουμε την φρούδα προσδοκία ότι μπορεί να μας λύση συνολικά το αμυντικό μας πρόβλημα.
Τα αεροπλάνα μας αντιμετωπίζουν καθημερινώς τα τουρκικά στους ουρανούς του Αιγαίου. Αν δεν είναι ικανά να το καταφέρουν επειδή επελέγησαν με κριτήρια πολιτικά, θα πληρώσουμε τις επιπτώσεις…
(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 10/06/2008)