Ο Αραβικός Κόλπος και η Αίγυπτος έχουν ενταχθεί στην παγκόσμια κούρσα για να εξασφαλίσουν μερίδιο της πράσινης βιομηχανίας υδρογόνου, είτε μέσω παραγωγής είτε μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων για την εξασφάλιση άφθονων προμηθειών, κι ενώ στον ενεργειακό τομέα διεθνώς επικρατούν συνθήκες αναταραχής

Οι ενέργειες αυτές εντάσσονται στς συνεχιζόμενες προσπάθειες των χωρών αυτών να μετατρέψουν τις οικονομίες τους σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον, οπως τονίζει η αραβική εφημερίδα Asharq Al-Awsat.

Το πράσινο υδρογόνο θεωρείται σήμερα ένας σημαντικός επενδυτικός μαγνήτης, με την αγορά του να αναμένεται να φτάσει σε αξία 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως έως το 2050, σύμφωνα με έκθεση της Deloitte. Η ΕΕ έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια για την παραγωγή υδρογόνου τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειας των κρατών μελών της, ενώ προβλέπει ότι οι ανάγκες της ετησίως θα ανέλθουν σε περίπου 20 εκατ. τόνους, εκ των οποίων εκτιμάται ότι θα παράγει τα 10 εκατ. τόνους, ενώ το υπόλοιπο θα εισάγεται από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων πηγών όπως η Αίγυπτος και η Μοζαμβίκη.

Ομοίως, η Ιαπωνία επενδύει σε μεγάλο βαθμό στο πράσινο υδρογόνο. Έχει δεσμευτεί να δαπανήσει πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια για να αυξήσει την προσφορά εξασφαλίζοντας εγχώριες και ξένες πηγές. Μέχρι το 2030, η Ιαπωνία προβλέπει ότι θα χρειαστεί τρία εκατομμύρια τόνους πράσινου υδρογόνου ετησίως έναντι δύο εκατ. σήμερα. Η ζήτηση αυτή προβλέπεται να εκτιναχθεί στα 12 εκατομμύρια έως το 2040.

Επιπλέον, το υδρογόνο έχει τη δυνατότητα να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο βοηθώντας τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) να επιτύχουν τους μηδενικούς στόχους εκπομπών που έχουν υιοθετήσει.

Σύμφωνα με την PwC, η ταχεία μετάβαση στο πράσινο υδρογόνο προσφέρει στα κράτη του GCC την ευκαιρία να πρωτοπορήσουν σε αυτήν την αναδυόμενη βιομηχανία. Το πράσινο υδρογόνο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ευέλικτη και πρωτογενής πηγή ενέργειας σε ένα μέλλον χωρίς άνθρακα. Η PwC θεωρεί ότι τα κράτη του GCC έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου λόγω της αφθονίας της ηλιακής ενέργειας χαμηλού κόστους. Επιπλέον, η διαθεσιμότητα χερσαίων και λιμενικών υποδομών εντός των ειδικών οικονομικών ζωνών τους ενισχύει περαιτέρω αυτά τα φυσικά πλεονεκτήματα.

Για τις χώρες του του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, η ανάπτυξη μιας αλυσίδας εφοδιασμού υδρογόνου είναι υψίστης σημασίας, ειδικά επειδή η πλειονότητα των έργων είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές. Η Σαουδική Αραβία κατασκευάζει τη μεγαλύτερη πράσινη εγκατάσταση παραγωγής υδρογόνου στον κόσμο στη σχεδιαζόμενη μεγαλούπολη NEOM, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του Βασιλείου. Με αναμενόμενο κόστος 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων, η πρωτοβουλία αναμένεταινα τοποθετήσει το Βασίλειο σε εξέχουσα θέση στον παγκόσμιο χάρτη για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.

Όπως, εξάλλου, σημειώνει η εφημερίδα, τον Ιούλιο, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Φόρουμ Εμπορίου Υδρογόνου, που θα ξεκινήσει από το Υπουργείο Καθαρής Ενέργειας (CEM), έναν διεθνή συνασπισμό που δημιουργήθηκε για να υποστηρίξει πολιτικές καθαρής ενέργειας. Το φόρουμ έχει στόχο να συγκεντρώσει τις χώρες εισαγωγής και εξαγωγής υδρογόνου ώστε να συζητήσουν το διεθνές εμπόριο αυτού του καυσίμου.

Επίσης, τον Ιούλιο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία πρόκειται να φιλοξενήσουν τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP 28) αργότερα φέτος, ενέκριναν μια στρατηγική υδρογόνου που στοχεύει στο να παράγει 1,4 εκατομμύρια μετρικούς τόνους υδρογόνου ετησίως έως το 2031, τοποθετώντας τη χώρα μεταξύ των κορυφαίων δέκα παραγωγών υδρογόνου στον κόσμο.

Το Ομάν κάνει επίσης σταθερά βήματα προς την είσοδό του στην αγορά του πράσινου υδρογόνου. Το σουλτανάτο επιδιώκει να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειας του βασιζόμενο στο υδρογόνο και να αυξήσει τη συνεισφορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο εθνικό του μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας στο 30% έως το 2030, με σχέδια να το αυξήσει σε περίπου 39% έως το 2040 ως μέρος των στόχων ουδετερότητας άνθρακα.

Η Αίγυπτος, εν τω μεταξύ, στοχεύει σε παραγωγή 5,8 εκατομμυρίων τόνων ετησίως έως το 2024. Από αυτό, 3,8 εκατομμύρια τόνοι προορίζονται για εξαγωγή κάθε χρόνο, αντιπροσωπεύοντας το 5% της παγκόσμιας αγοράς πράσινου υδρογόνου.