Νέο ΕΣΕΚ: Δημοσιονομικές Προκλήσεις Από τη Μείωση Φόρων στα Πετρελαιοειδή και την Αύξηση Επιδοτήσεων σε Χαμηλά Εισοδήματα

Νέο ΕΣΕΚ: Δημοσιονομικές Προκλήσεις Από τη Μείωση Φόρων στα Πετρελαιοειδή και την Αύξηση Επιδοτήσεων σε Χαμηλά Εισοδήματα
του Δημήτρη Φάρου
Παρ, 25 Αυγούστου 2023 - 07:05

Δημοσιονομικό κενό στο ισοζύγιο για την ενέργεια θα φέρει η μετάβαση προς ένα πιο «πράσινο» ενεργειακό μείγμα, εκτιμά το νέο ΕΣΕΚ, καθώς θα συμπιέσει ιδίως τη ζήτηση για πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, που σήμερα αποτελούν βασική φορολογική πηγή εσόδων (βλ. ΕΦΚ)

Παράλληλα, οι δημοσιονομικές προκλήσεις που επιφέρει η ενεργειακή μετάβαση επιτείνεται από την ανάγκη για αύξηση των επιδοτήσεων προς οικονομικά ασθενέστερους καταναλωτές, καθώς τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά θα χρειαστούν 4 δισ. ευρώ ετησίως, για την περίοδο 2025 – 2030, για να συμβαδίσουν με την «πράσινη μετάβαση».

Έτσι, αναφορικά με τα έσοδα, σύμφωνα με το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, η σταδιακή συρρίκνωση του πλεονάσματος στο δημοσιονομικό ισοζύγιο που σχετίζεται με την ενέργεια, έως το 2050, θα απαιτήσει νέους φόρους για την διατήρηση των δημοσιονομικών εσόδων σε ένα επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν θα εναντιώνονται ή δεν θα συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

Κάτω Από 1% του ΑΕΠ το 2050 τα Έσοδα Από την Ενέργεια Χωρίς Νέους Φόρους

Ειδικότερα, το νέο ΕΣΕΚ προβλέπει ότι τα δημοσιονομικά έσοδα που σχετίζονται με την ενέργεια και την πράσινη μετάβαση θα μειωθούν σημαντικά από το 2025 έως το 2050, σε κάτω από 1% του ΑΕΠ, αν δεν επιβληθούν νέοι φόροι, κυρίως λόγω περιορισμού της ζήτησης των ορυκτών καυσίμων που συμβάλουν σημαντικά στα φορολογικά έσοδα (βλ. Σχήμα 3). Μάλιστα, η σύνθεση των δημοσιονομικών εσόδων και εξόδων αποτυπώνει τη σημαντική πίεση που θα δεχθεί το δημοσιονομικό ισοζύγιο για την ενέργεια το 2030, το οποίο εμφανίζει ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2020.

Αναλυτικότερα, από το 4,3%, το 2020, τα δημοσιονομικά έσοδα που σχετίζονται με την ενέργεια και τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα θα ανέβουν, το 2025, στο 4,4% του ΑΕΠ, με την ενσωμάτωση της οδηγίας της Ευρωπαϊκής επιτροπής για την ενεργειακή φορολογία. Ωστόσο, το 2030 θα υποχωρήσουν στο 4,1%. Στη συνέχεια, ο ρυθμός μείωσης θα είναι μεγαλύτερος, καθώς το 2035 θα ανέλθουν στο 3,3%, στο 2,4% στο 2040, στο 1,4% το 2045 και, τελικά, στο 0,8% το 2050. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνεται, η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, θα μειωθεί, σε όφελος των πιο φιλικών προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά.

Πραγματικά, το δημοσιονομικό ισοζύγιο για την ενέργεια και τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, το οποίο ανήλθε σε ένα πλέονασματικό 3,8% το 2020, θα εμφανίζει συνεχή μείωση (3,0% το 2025, 2,7% το 2030, 2,4% το 2035, 1,5% το 2040, 0,8% το 2045 και 0,4% το 2050).

Η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού που θα προκύψει θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους που θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, όπως επισημαίνει το νέο ΕΣΕΚ.

Κίνδυνος Ενεργειακής Φτώχειας για τα Νοικοκυριά Χαμηλού Εισοδήματος

Παράλληλα, τονίζεται ότι η επίτευξη βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας απαιτεί σημαντική αύξηση των δαπανών των νοικοκυριών σε επενδύσεις για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και σε αγορά διαρκών αγαθών (συσκευών και αυτοκινήτων προηγμένης τεχνολογίας). Η μειωμένη ρευστότητα και η ελλιπής πρόσβαση σε δανεισμό των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου αποθαρρύνουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή αποδοτικότητα. Στο ΕΣΕΚ υπογραμμίζεται ότι είναι απαραίτητη η εφαρμογή προγράμματος επιδοτήσεων για την ενεργειακή αναβάθμιση και την αντικατάσταση συσκευών, όπως ήδη εφαρμόζεται και στην Ελλάδα. Επιδοτήσεις θα απαιτηθούν σε μικρότερη κλίμακα και σε άλλους τομείς, όπως οι μικρές επιχειρήσεις και οι καινοτόμες πράσινες επενδύσεις.

Το ΕΣΕΚ παραδέχεται ότι οι καταναλωτικές δαπάνες για αντλίες θερμότητας, ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ενεργειακά αποδοτικών ηλεκτρικών συσκευών επιβαρύνουν περισσότερο τα νοικοκυριά χαμηλής εισοδηματικής τάξης. Μάλιστα, σημειώνεται ότι η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των νοικοκυριών χαμηλής εισοδηματικής τάξης και η μη δυνατότητα χρηματοδότησης ενδέχεται να τα οδηγήσει σε «ενεργειακή φτώχεια», καθώς η καθυστέρηση των συγκεκριμένων δαπανών συνεπάγεται υψηλά λειτουργικά κόστη χρήσης για τη θέρμανση και τη μετακίνηση στα επόμενα έτη.

Αναγκαία η Ενίσχυση του «Εξοικονομώ»

Συνεπώς, όπως επισημαίνει το νέο ΕΣΕΚ, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική τα επόμενα χρόνια η ανάληψη δράσεων για την επιδότηση και τη διευκόλυνση πρόσβασης στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών χαμηλής και μεσαίας εισοδηματικής κατηγορίας. Ας σημειωθεί, ότι τα δημοσιονομικά έξοδα υπολογίζεται ότι, από 0,5% το 2020, θα αυξηθούν στο 1,4% και 1,5% του ΑΕΠ το 2025 και 2030, ωστόσο την επόμενη δεκαετία θα βρίσκονται σταθερά στο 0,9%, για να υποχωρήσουν ακόμη περισσότερο το 2045 στο 0,6% και το 2050 στο 0,5%.

Έτσι, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, χρειάζεται να ενισχυθούν στο μέλλον προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ 2021», που περιλαμβάνει ξεχωριστά κίνητρα για τη στήριξη των φτωχών και ευάλωτων νοικοκυριών χωριστού προϋπολογισμού 100 εκατομμυρίων Ευρώ , καθώς η μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη που απαιτείται για την «πράσινη μετάβαση» για τα νοικοκυριά χαμηλής εισοδηματικής τάξης εκτιμάται στα 4 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025 – 2030.