Αδιόρατες Διαστάσεις του Δικαιωματισμού

Αδιόρατες Διαστάσεις του Δικαιωματισμού
του Βασίλειου Χρ. Μπούτου*
Σαβ, 10 Φεβρουαρίου 2024 - 10:55

Ι.  ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗΣ ΙΣΟΣΘΕΝΕΙΑΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΚΟΣΜΩΝ

Στο πλαίσιο του κυρίαρχου σήμερα σε δικαιοπολιτικό επίπεδο δικαιωματισμού, μοιάζει να εισερχόμασθε σε έναν παντελώς αχαρτογράφητο νέο κόσμο, απολύτως χαoτικό, και, μάλιστα, εν πολλοίς ερήμην μας

Κατά τεκμήριον, όλες οι προτάσεις βίου εμφανίζονται πλέον ως αξιωματικά ι σ ο σ θ ε ν ε ί ς, συνεπώς δε και εξ ίσου α ν ί σ χ υ ρ ε ς, ικανές, σε κάθε, ωστόσο, περίπτωση, να παραγάγουν αντίστοιχους παράλληλους θ ε σ μ ο ύ ς. Η αρχή του πλουραλισμού (pluralism), κατοχυρώνοντας έναν απόλυτο σχετικισμό, επάγεται αυτονόητα  και την αντικειμενική όσο και εν πολλοίς αμάχητη ι σ ο σ θ έ ν ε ι α ξεκάθαρα α ν ί σ ω ν –κατά την κοινή λογική, πείρα και καθιερωμένο τρόπο του βίου– προτάσεων βίου, οι οποίες, ωστόσο, και καθίστανται κατά πλάσμα δικαίου απολύτως ί σ ε ς, ισχύουσες παραλλήλως.

Ως αποτέλεσμα, η δήθεν χειραφετημένη και απελεύθερη κοινωνία μας, κατορθώνει να σύρεται σήμερα αιχμάλωτη και αλυσοδεμένη, στερουμένη της παραμικρής δυνατότητας να προβάλει οιαδήποτε θεσμικού χαρακτήρα άμυνα και αντίσταση, ούσα εντελώς άοπλη ή, μάλλον, παντελώς αφοπλισμένη έναντι της απόλυτης σήμερα «σχετικοποίησης των πάντων, ήτοι της απολυτοποίησης του Τίποτα»: εγκλωβισμένη σε έναν απίθανα μυωπικό νομικισμό, εμφανίζεται «υποχρεωμένη» να αποδέχεται την θ έ σ μ ι σ η οιασδήποτε κατά τεκμήριο προτάσεως βίου, ακόμη και αν την απορρίπτει απολύτως και δη κατά συντριπτική πλειονότητα!

Η ίδια η λογική των «ατομικών δικαιωμάτων» είναι τελικώς αυτή που τής αφαιρεί το «δικαίωμα» στην επιλογή: στην επιλογή της απόρριψης!

Τούτο δε, διότι, προϊόντος του χρόνου, οι (νεο)κατατιθέμενες προτάσεις βίου κοινωνούνται πλέον όλο και λιγότερο: βαθμηδόν όσο και με ταχύτατο ρυθμό, απομειώνονται διαρκώς οι απαιτήσεις επιτυχούς υποβολής τους στην βάσανο ενός στοιχειώδους ε λ λ ό γ ο υ κριτικού ελέγχου, κατ’ ελάχιστον εξέτασής τους στην βάση της λ ο γ ι κ ή ς τους συγκρότησης.

Με άλλες λέξεις: Οι εν λόγω προτάσεις εισβάλλουν και κινούνται ευθαρσώς στην δημόσια σφαίρα, αξιώνουν και εν τέλει επιτυγχάνουν να γεννήσουν αντιστοίχους νέους θεσμούς, δίχως να έχουν προηγουμένως επιτρέψει ή κληθεί να δοκιμασθούν στην λυδία λίθο του κοινωνείν και των αιωνίων καρπών του: των συλλογικών αποθησαυρισμάτων γνώσεως, πείρας και σοφίας, των εμπειρικών ψηλαφήσεων του αληθούς.

Ήδη από μόνη την διατύπωση και την το πρώτον εμφάνισή της στον δημόσιο χώρο, οιαδήποτε κατά τεκμήριο (νέα) πρόταση βίου (αυτό)περιβάλλεται a priori μιάν αξία όλως αυτοδύναμη και ένα κύρος όλως αμάχητο. Αξιώνει να τυγχάνει αναντίρρητης αίφνης τιμής, αν όχι και ευγνωμόνου αναγνωρίσεως. Απαιτεί αυστηρώς το σέβας της δουλοπρέπειας, έννομη προστασία και θεσμική θωράκιση erga omnes, ποινικό κολασμό του αντιφρονούντος ή απλώς αμφισβητούντος αυτήν.

Αυτονομείται μεν πλήρως του κοινωνικού γεγονότος, αξιώνει, όμως, ευθέως την αντικειμενοποιημένη, ήτοι ά λ ο γ η και α π ρ ό σ ω π η, υποταγή του τελευταίου στις απαιτήσεις της: εκβιάζει την άνευ ετέρου έγκριση και αποδοχή της εκ μέρους ενός κόσμου, τον οποίο, μολαταύτα, διόλου σπάνια υποτιμά και απαξιώνει. Ενδύεται ασμένως μεν τον μανδύα τον ιερού, ουδόλως, όμως, διστάζει ν’ αποδομεί κάθε (άλλη) αίσθηση και σέβας προς τούτο.

Παρά ταύτα, μοιάζει να κερδίζει ό,τι ζητά, ό,τι απαιτεί, ό,τι επιδιώκει.

Ως αποτέλεσμα, αν και όχι επαρκώς εντοπιζόμενο, αποκρούεται βάναυσα η αξία και η σημασία της λ ο γ ι κ ή ς ικανότητας, ήτοι της ικανότητας μετοχής στον αληθινό λ ό γ ο των πραγμάτων, της δυνατότητας δηλαδή αναγνώρισης και διάκρισης της υ π α ρ κ τ ι κ η ς τους ταυτότητας και, επομένως, της συνειδητοποίησης του κρυμμένου όσο και ψηλαφήσιμου πυρήνα του ν ο ή μ α τ ό ς τους, δηλ. της αιτίας και του σκοπού τους, εν τέλει δε της ο ν τ ο λ ο γ ί α ς τους.

Όταν στον δημόσιο χώρο η αυθαιρεσία καταλήγει να κυριαρχεί πλήρως, ο παραμικρός κοινωνικός έλεγχος απουσιάζει παντελώς και οιοσδήποτε άξονας αναφοράς της ύπαρξης, υπερβαίνων το «εγώ», εξοβελίζεται απολύτως, οποιαδήποτε απόπειρα έλλογης διάκρισης και στάθμισης, στην βάση των κατά λόγον σχέσεων κοινωνίας, τίθεται στο περιθώριο και απομονώνεται πλήρως.

Σε κάθε δε περίπτωση, είναι σαφές, ότι προωθείται πλέον με κάθε τρόπο η θεσμική καταχύρωση του απόλυτου κοινωνικού κατακερματισμού που επάγεται η κατά τα ανωτέρω οικοδόμηση απειραρίθμων, παραλλήλων, ισοσθενών όσο και απολύτως ακοινώνητων μεταξύ τους κόσμων, οχυρωμένων αυτάρεσκα και αμυντικά γύρω από το «δικαίωμα στην διαφορά» όσο και, επομένως, μη δυναμένων κατά κανόνα να συναντηθούν ούτε ως προς ένα κοινό ζητούμενο.

Διότι κατά κανόνα δεν υπάρχει καν κοινό ζητούμενο: ήτοι η ψηλάφηση της αλήθειας. Υπάρχει μόνη η απαίτηση θωράκισης του «εγώ», της ατομικής, ακινητοποιημένης και ομφαλοσκοπούσας αυθεντίας. Υπάρχει μόνη η απόρριψη της διακινδύνευσης της αυτοδιάψευσης, στην οποία και θα μπορούσε να οδηγήσει μία ατομική διαφορά κοινωνουμένη και, συνεπώς, υποκειμένη σε στοιχειώδη κατά λόγον κοινωνικό έλεγχο.

Όπως, λοιπόν, καθίσταται εν όψει των ανωτέρω ευδιάκριτο, η ως άνω αρχή του πλουραλισμού δεν προβάλλει απλώς την αξίωση παράλληλης συνύπαρξης και εκατέρωθεν ανοχής – αποδοχής των επί μέρους διαφορών – προτάσεων βίου, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Στην πραγματικότητα, συνιστά και «απαίτηση κατάργησης κάθε ενιαίου κριτηρίου ορθότητας, αλήθειας, γνησιότητας ή διαστροφής, ηθικής ή δικαίου» [βλ. Χρήστου Γιανναρά, Η απανθρωπία του δικαιώματος, σελ. 193επ.] · ώστε να μην οικοδομεί παρά την πλέον ευγενώς καμουφλαρισμένη περίπτωση μηδενισμού: τον ανθρωποκεντρικό μηδενισμό.

 

ΙΙ.  Παράλληλα, σε αυτό καθ’ εαυτό το νομικό πεδίο, η προϊούσα τάση προς την κατά το μάλλον ταύτιση του ατομικού δικαιώματος με την ατομική επιθυμία, άνευ οιουδήποτε προβληματισμού ο ν τ ο λ ο γ ι κ ο ύ κατά τα ανωτέρω χαρακτήρα, στον οποίο (προβληματισμό) και κατ’ ανάγκην, ωστόσο, άγουν –παρά τα αντίθετα σχετικά κελεύσματα της νεωτερικής αντίληψης περί δικαίου– τα υπόρρητα συνταγματικά συμφραζόμενα, τα συναπτόμενα προς την ύψιστη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου [άρθρο 2§1 Σ], τροχιοδρομούν τις σχετικές νομικές προσεγγίσεις προς μία αφόρητα άγονη και μονότροπη κατεύθυνση:

Εκείνη που δεν (ανα)γνωρίζει άλλον τρόπο, μέθοδο και οδό για την επιτυχή ανταπόκριση στο μείζον ερώτημα περί της δυνατότητας ή μη θεσμικής κατοχύρωσης των σχετικώς επίκαιρων, όλως νεοφερμένων στον δημόσιο διάλογο διεκδικήσεων, ήτοι περί της δυνατότητας ή μη κάλυψης των τελευταίων με το νομικό ένδυμα του ατομικού δικαιώματος, παρά την προσφυγή στην αρχή της ισότητας · αλλ’ όχι υπό την σοφή και δικαία αλλά την απ(ρ)οκρουστική και ακραία αυταρχική εκδοχή της.

Διότι, ως ισότητα, ως απόρροια και των νεωτερικών σχετικών σχηματοποιήσεων, δεν νοείται πλέον η α ν α λ ο γ ι κ ή (ήτοι η α ν ά τον λ ό γ ο ν), ήτοι εκείνη που πράγματι αναγνωρίζει ετερότητες και διακριτές ποιότητες, εκείνη που αποδέχεται πως η ίση μεταχείριση των ανίσων δεν συνιστά παρά την επιτομή της αδικίας [«οἷον δοκεῖ ἴσον τὸ δίκαιον εἶναι, καὶ ἔστιν, ἀλλ’ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἴσοις · καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι, καὶ γὰρ ἔστιν, ἀλλ’ οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις ·», Αριστοτέλης, Πολιτικά ΙΙΙ, 9, 1280α,12-14, «εἰ γὰρ μὴ ἴσοι, οὐκ ἴσα ἔξουσιν, ἀλλ’ ἐντεῦθεν αἰ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅταν ἤ μὴ ἴσα ἴσοιμὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται (…) τὸ μὲν οὖν δίκαιον τοῦτο, τὸ ἀνάλογον · τὸ δ’ ἄδικον τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον», Αριστοτέλης, Ηθικὰ Νικομάχεια, 1131 a, 20 (…) 1131b, 15].

Αλλά, ως ισότητα, νοείται πλέον, όσο και με διαρκώς αύξουσα κλιμάκωση, εκείνη του μυθικού Π ρ ο κ ρ ο ύ σ τ η, ήτοι η τυραννικά επιβάλλουσα την εξομοιωτική εξίσωση των πάντων, την σύνθλιψη της προσωπικής ετερότητας, την εμπέδωση της απόλυτης ομοιομορφίας και ομοιογένειας: ό,τι ακριβώς λαχταρά κάθε ολοκληρωτισμός στην Παγκόσμιο Ιστορία.

Σημειωτέον δε, παρενθετικώς, ότι η όποια έ ν ω σ η, ως ευρύτερο οικουμενικό πρόταγμα και ζητούμενο, δεν δύναται να προϋποθέτει απλώς και μόνον την περίφημη «συμπεριληπτικότητα», αλλά -πρωτίστως και πέραν, ασφαλώς, της συμβατότητας- την απολύτως αγνοημένη σήμερα έννοια της σ υ μ π λ η ρ ω μ α τ ι κ ό τ η τ α ς, η οποία προφανώς και εξ ορισμού προϋποθέτει κοινωνούμενες ετερότητες.

Άλλως, δεν δομείται κοινωνία ελευθέρων προσώπων, αλλά πολτοποιημένη, άμορφη μάζα, την οποία και συνθέτουν άπειρα, εν πολλοίς αδιαφοροποίητα αλλά, πάντως, οπωσδήποτε ακινητοποιημένα -μέσα στην αυτάρεσκη αυτονομία τους- «εγώ», τα οποία ουδόλως ενδιαφέρονται αλλά και δύνανται πια να μεταβούν στον «τόπο του άλλου»: είτε διότι πλέον δεν υπάρχει καν «άλλος», είτε διότι η ύπαρξη του παρίσταται παντελώς αδιάφορη πια, πλην αν υπηρετεί ναρκισσιστικές τάσεις του υποκειμένου, οπότε η ξεκάθαρη πραγμοποίηση του «άλλου» αποτελεί έναν απολύτως ελκυστικό μονόδρομο.

Σε κάθε περίπτωση, είναι πραγματικά εντυπωσιακή, σήμερα δε και πιο εναργής από ποτέ  –όσο και όλως αναμενόμενη στο πλαίσιο της αντίληψης περί δικαίου, την οποία κόμισε ο Διαφωτισμός και η οποία εγκλωβίζεται στην όλως συμβατική λογική του «κοινωνικού συμβολαίου», ως απορρίπτουσα απολύτως οιαδήποτε οντολογική αναφορά των πηγών του θετικού δικαίου– η έκπτωση ή, πάντως, ο ασφυκτικός περιορισμός του σχετικού νομικού προβληματισμού και εν γένει στοχασμού στα στενά όρια, που διαγράφει η απόλυτη πρόταξη της ανάγκης αμυντικής θωράκισης του «εγώ» διά της κατοχύρωσής του με διαρκώς αυξανόμενα -ενίοτε δε και το πρώτον εφευρισκόμενα- ατομικά δικαιώματα.

Οι αδήριτες, ωστόσο, ανάγκες που γεννά η -έμπλεη νέων προκλήσεων και διαρκώς αυξανομένης πολυπλοκότητας- σύγχρονη πραγματικότητα (επανα)θέτουν αμείλικτα ερωτήματα, με μεγαλύτερη ίσως ένταση από ποτέ: Ένα νομικό δίκαιο τροφοδοτούμενο κατ’ ουσίαν αποκλειστικώς από την ως άνω προτεραιότητα και, πάντως, δομούμενο στην βάση ενός «κοινωνικού συμβολαίου», στεγανά περικλείστου και περιχαρακωμένου εντός των ορίων, που διαγράφει μόνη η επιδίωξη της χρηστικής ωφελιμότητας των συμβαλλομένων σε αυτό, σε ποιά πραγματική όσο και στέρεα βάση τελικώς θεμελιώνεται και ποιά προοπτική δύναται, ως εκ τούτου, να παράσχει;

Πόσο ρεαλιστική παρίσταται, άραγε, η ιδέα, ότι δύνανται να επιλύονται συγκρούσεις δικαιωμάτων –πόσω μάλλον οι πλέον σφοδρές, όπως αυτές που εγγυάται το πολυπολιτισμικό πρόσημο των οικοδομουμένων σήμερα κοινωνιών– βάσει ενός ν ο μ ι κ ο ύ   δ έ ο ν τ ο ς, παντελώς αυτονόμου και αυτοτροφοδοτουμένου κατά τα ανωτέρω, μη συνδεομένου με κάποια πηγή ν ο ή μ α τ ο ς – ο ν τ ο λ ο γ ί α ς, θ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ ή, έστω, κ ο σ μ ο λ ο γ ι κ ο ύ χαρακτήρα, η οποία να προσδιορίζει το ε ί ν α ι των πραγμάτων, την αιτία και τον σκοπό τους;

Πώς δύναται, άραγε, να αποφευχθεί το ολοφάνερα πλέον επερχόμενο απόλυτο αδιέξοδο, στο οποίο και με μαθηματική ακρίβεια άγει η απλώς αναπόδραστη σήμερα σύγκρουση των ως άνω απειραρίθμων, παραλλήλων και ισοσθενών συμπάντων και εν τέλει πολιτισμών και δη εντός του αυτού πλέον πολιτειακού μορφώματος, όταν εμμένουμε πεισματικά -και παρά την πρόδηλη χρεωκοπία του σχετικού νεωτερικού παραδείγματος- σε ένα ν ο μ ι κ ό   δ έ ο ν, το οποίο δεν -θέλει να- αρύεται την υπόστασή του από κάποια υπέρτερη πηγή, ένα υ π έ ρ τ ε ρ ο   δ έ ο ν; Αυτό που πρόλαβε να ψηλαφήσει ο «σκοτεινός» μα τόσο λαμπρός Εφέσιος ήδη προ 2.600 ετών: «τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς, τοῦ θείου.» [Ηράκλειτος, Fragm. 114].

Πόσο πιθανό είναι, άραγε, να επιτύχει την αποστολή του ένα θετικό δίκαιο, κινούμενο, συνεκδοχικώς, πέρα από την διάκριση αρετής και κακίας, αλήθειας και ψεύδους, πέρα απ’ το καλό και το κακό; Ένα δίκαιο που δεν αναγνωρίζει και, συνεπώς, δεν αγωνίζεται να ψηλαφίσει ένα προϋφιστάμενο δεοντολογικό στοιχείο;
Ένα δίκαιο που εστιάζει αποκλειστικώς πια το ενδιαφέρον του στην θεσμική κατοχύρωση του απόλυτου κατακερματισμού της κοινωνικώς παντελώς ανέλεγκτης ατομικής προτίμησης, του δικαιοπολιτικώς απολύτως ανορίωτου ατομικού γούστου [«reine geschmackssache»] και δη εντός της πολλαπλάσιας σχετικής κλίμακας, επί της οποίας και κινείται το σύγχρονο πολυπολιτισμικό και αμιγώς πια δικαιωματοκεντρικό μοντέλο κοινωνιών;

Τα ως άνω ερωτήματα ασφαλώς και θα απαντηθούν -ή, μάλλον, ήδη απαντώνται- εμπειρικώς, βιωματικώς, από την ίδια την πραγματικότητα, που είναι και ο αυστηρότερος κριτής της βασιμότητας έμπλεων αυταρέσκειας νοησιαρχικών κατασκευών, που τολμούν και την παραγκωνίζουν, παραγνωρίζουν, περιφρονούν.

Η κανονιστική ισχύς του πραγματικού είναι συχνά απλώς ισοπεδωτική.

Υπ’ αυτήν, πάντως, την ανάγνωση των πράγματων, ο χαρακτήρας της Νομικής, ως Επιστήμης, σαφώς και υπονομεύεται. Διότι, οπωσδήποτε, η πάλη, έστω και η συνειδητά μάταιη, ο αγώνας, έστω και ο a priori ατελέσφορος, να ψηλαφηθεί το απόλυτο, το αληθές, το όντως δίκαιον, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου να μπορεί να  δικαιώνεται απολύτως ο χαρακτηρισμός της Νομικής ως «Επιστήμης του Δικαίου». Διότι δεν νοείται Επιστήμη, που να αναμετράται με το μέρος και όχι με το όλον, με το σχετικό και όχι με το απόλυτο. Άλλως, η ίδια η Νομοθετική Λειτουργία δεν θα δύναται κατά κανόνα να φιλοδοξεί και να προσβλέπει παρά στην εκτέλεση ενός έργου, το οποίο εξαντλείται σε μία απολύτως κυνική όσο και συνειδητά ε φ ή μ ε ρ η -πόσω μάλλον εν όψει και της δημοσίευσης των νόμων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως…- αντανάκλαση των εκάστοτε συσχετισμών ισχύος, που παράγει το αλισβερίσι της εξουσίας.

Υπό το υφιστάμενο πραγματικό πλαίσιο και προ του βέβαιου σχετικού αδιεξόδου, σήμερα, και ίσως περισσότερο από ποτέ, ηχεί πολύ έντονα -όχι απλώς η βασιμότητα αλλά- ο καθαρός ρεαλισμός των -κατά την περίοδο της Νεωτερικότητας θεωρουμένων ως απολύτως πια ξεπερασμένων- φιλοσοφικών θεωριών περί του θεμελίου της ισχύος του δικαίου: «το δίκαιο ως σύνολο κανόνων δεοντολογικών δεν μπορεί να στηρίζει την ισχύ του σ’ ένα γεγονός προερχόμενο από τη σφαίρα του όντος.» [βλ. Παύλου Σούρλα, Μιά εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, σελ. 66].

Σε κάθε δε περίπτωση, ολοφάνερα πια, η ως άνω προπεριγραφείσα τροχιά δεν παραπέμπει παρά σε πορεία καταστροφής. Αλλά, ταυτόχρονα, ανοίγει και το παράθυρο της ευκαιρίας: να διψάσουμε -για τα καλά πια- για νόημα, αιτία και σκοπό, αληθινή χαρά ζωής, να επαναψηλαφίσουμε από την αρχή το νήμα που ύπουλα υφαρπάζεται από τα χέρια μας, αυτό που μάς συνδέει με την μνήμη του αγαθού, «του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού», να γνωρίσουμε και πάλι τον πυρήνα της ύπαρξης μας, τα απολύτως θεμελιώδη, τα όσια και τα ιερά μας.

Άλλωστε, μάλλον δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Διότι το τελικό δίλημμα είναι απλώς συντριπτικό: Σκλαβιά ή Ελευθερία.

* Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κρεβάτι του Προκρούστη”, 1993.) είναι έργο του, ρουμάνου, Sorin Ilfoveanu.

(από antifono.gr)