Κάποτε θεωρούσαν την παγκοσμιοποίηση μοναδική λύση για την ανάπτυξη και τη δημοκρατία. Είναι αλήθεια ότι με την παγκοσμιοποίηση εξαλείφθηκε ή περιορίστηκε δραστικά η ακραία φτώχεια σε πολλές περιοχές του κόσμου, δεν βοήθησε όμως στην ενίσχυση της δημοκρατίας. Αντίθετα έπληξε μεσαία στρώματα και δημοκρατικών χωρών που δεν έβρισκαν καλές δουλειές και στρέφονταν στην ακροδεξιά, ριζοσπαστική ρητορική

Στην πράξη, η παγκοσμιοποίηση δεν εμπόδισε αυταρχικά καθεστώτα να επικρατήσουν στην εξουσία αλλά και να κατακτούν την παγκόσμια αγορά. Αποδείχθηκε ότι η εθνική οικονομική πολιτική προσφέρει πλεονεκτήματα ακόμα και παρά την ανοικτή εχθρότητα πολλών κρατών.

Το παράδειγμα της Ρωσίας είναι χαρακτηριστικό. Παρά τις κυρώσεις μετά την κατοχή της Κριμαίας και την εισβολή στην Ουκρανία, η οικονομία της εμφανίζεται ισχυρή. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι σημαντικές επιπτώσεις θα εμφανιστούν με καθυστέρηση, αλλά προς το παρόν η θέληση κρατών που δεν συντάσσονται με τη Δύση να αναβαθμίσουν το εμπόριο με τη Ρωσία, σε συνδυασμό με την απροθυμία της Δύσης να αναλάβει το κόστος αυστηρότερων κυρώσεων, επιτρέπει στη ρωσική οικονομία να είναι ισχυρότερη από ό,τι πριν από δύο χρόνια.

Η απόρριψη δεδομένων των αγορών συμβαίνει και στην Τουρκία όπου με επιλεκτικές κινήσεις τακτικής υποχώρησης κατά καιρούς, φτωχοποίηση ενός τμήματος του πληθυσμού και αύξηση του δημοσίου χρέους εμφανίζεται αναπτυξιακή εικόνα παρά τον πληθωρισμό 70%.

Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνον αυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα και η Ρωσία που υιοθετούν μια εθνική οικονομική αυτονομία, παρακάμπτοντας τις αρχές της παγκοσμιοποίησης. Δημοκρατικές χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν εφαρμόζουν πολιτικές προστασίας της βιομηχανίας εμμέσως ή και φανερά. Αλλωστε και η πρόσφατη αμερικανική νομοθεσία επιδότησης επενδύσεων και τα ανάλογα ευρωπαϊκά προγράμματα ανταποκρίνονται στην ίδια αναγκαιότητα. Την ενίσχυση της παραγωγής και της πραγματικής οικονομίας. Αυτόν τον δρόμο οφείλει να αξιοποιήσει και η ελληνική οικονομία.

Βασικό στόχο αποτελεί η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας. Να μειωθεί το «παραγωγικό κενό» που αντικατοπτρίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, δηλαδή το προϊόν που μπορεί να παραγάγει η οικονομία, κάνοντας χρήση στον μέγιστο βαθμό και με τον πιο αποδοτικό τρόπο των παραγωγικών συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το παραγωγικό κενό αναμένεται να περάσει σε θετικό έδαφος το 2023 (0,3% του δυνητικού ΑΕΠ) και να διευρυνθεί το 2024 (1%) και το 2025 (1,7%). Το θετικό παραγωγικό κενό διαμορφώνει συνθήκες ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και στενότητας των παραγωγικών συντελεστών που σημαίνει εκτός από άλλα και την αύξηση των μισθών.

Αυτό το τελευταίο θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα φέρει την αναστροφή του φαινομένου brain drain καθώς και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, στις γυναίκες και στους νέους, η συμμετοχή των οποίων στο εργατικό δυναμικό υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού αλλά και τις επενδύσεις που αναμένεται να υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, ειδικότερα στα πεδία της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, είναι κρίσιμο να ενισχυθεί η αποτελεσματική αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας που σήμερα είναι σε απόσταση. Σύμφωνα με έκθεση της Cedefop, το 2022 η Ελλάδα βρέθηκε στην προτελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στον δείκτη αντιστοίχισης δεξιοτήτων. Και η αδυναμία αυτή επιβάλλει εκτός από τα άλλα, γενναίες τομές σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, προφανώς και στα πανεπιστήμια αλλά όχι μόνον.

Οι δεξιότητες στην αγορά εργασίας και η ανάγκη για γενναίες τομές στο εκπαιδευτικό σύστημα.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")