Η κατάσταση στα δυτικά Βαλκάνια είναι (και πάλι) ανησυχητική. Στο Κόσοβο οι εντάσεις ανάµεσα σε Αλβανοκοσοβάρους και Σέρβους είναι σχεδόν καθηµερινές, στη Βόρεια Μακεδονία αναµένεται να θριαµβεύσει το εθνικιστικό VMRO σε προεδρικές και βουλευτικές εκλογές και στη Βοσνία ο σερβικός θύλακος, που de facto έχει αποσχιστεί, φλερτάρει µε την οριστική αποχώρηση

Πιο συγκεκριµένα, ξεκινώντας από το Κόσοβο, βρισκόµαστε ενώπιον αδιεξόδου. Ο πρωθυπουργός Κούρτι επενδύει στην ένταση µε τη Σερβία, καθυστερώντας την προώθηση της συµφωνίας των Βρυξελλών του 2013, βάσει της οποίας δίνονταν εγγυήσεις για την ασφάλεια και σχετική αυτονοµία σε 10 σερβικούς δήµους. Φοβούµενος ότι η ένωσή τους µπορεί να οδηγήσει µελλοντικά σε απόσχιση, δεν αντιδρά µε δικές του προτάσεις ούτε στα µοντέλα που έχουν αντιπροτείνει οι Ευρωπαίοι. Η δε ύπαρξη αρκετών παραστρατιωτικών οµάδων στο σερβικό κοµµάτι δεν µπορεί παρά να προβληµατίζει. 

Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, η Γερµανία έχει αναλάβει δύο πρωτοβουλίες, όχι απαραίτητα σε συνεννόηση µε άλλες ευρωπαϊκές δυνάµεις ή τις Ηνωµένες Πολιτείες. Οι κινήσεις του Βερολίνου δείχνουν βιασύνη, η οποία οφείλεται κυρίως στην ενδεχόµενη έλευση Τραµπ, ο οποίος στο παρελθόν είχε προτείνει την ανταλλαγή εδαφών ανάµεσα σε Σερβία και Κόσοβο, ένα σχέδιο που είχε προκαλέσει τεράστια ανησυχία στον γερµανικό παράγοντα. Αλλαγή συνόρων µε τη σφραγίδα της ∆ύσης στα εύθραυστα Βαλκάνια θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, εκτιµούν οι Γερµανοί. Προκειµένου να µην υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την επαναφορά µιας τέτοιας ιδέας, το Βερολίνο προσπαθεί να επιταχύνει µε αµφιλεγόµενο τρόπο τις εξελίξεις και πιο συγκεκριµένα την αναβάθµιση της διεθνούς θέσης του Κοσόβου στα υφιστάµενα σύνορά του. Παράλληλα, όµως, οι Γερµανοί κινούνται απερίσκεπτα στη δεδοµένη χρονική συγκυρία, προωθώντας ψήφισµα στον ΟΗΕ ώστε η σφαγή της Σρεµπρένιτσα να αναγνωριστεί ως διεθνής ηµέρα µνήµης την 11η Ιουλίου. Η γερµανική κινητικότητα δεν ρίχνει στα σκοινιά τον Βούτσιτς, αλλά οπωσδήποτε εντείνει την πίεση εις βάρος της Σερβίας και επαναφέρει µνήµες εµφυλίου και στοχοποίησης της Σερβίας, ενισχύοντας τους εθνικιστές. Από την άλλη, η αναζωπύρωση των εθνικισµών είναι κάτι που οπωσδήποτε δεν θέλει ο Μπάιντεν, ο οποίος προσπαθεί να κλείσει µέτωπα ενόψει των προεδρικών εκλογών.

Στη Βοσνία οι Σέρβοι, ο ηγέτης των οποίων, Ντόντικ, είναι στενός φίλος του Πούτιν, βρίσκονται µε το όπλο παρά πόδα, αποτελούν κράτος εν κράτει, έχουν πάψει να συµµετέχουν στους οµοσπονδιακούς θεσµούς και περιµένουν το κατάλληλο πρόσχηµα ή και την ευκαιρία για να οριστικοποιήσουν την απόσχισή τους από τη Βοσνία. 

Στη Βόρεια Μακεδονία οι εθνικιστές αναλαµβάνουν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, σε λίγες µέρες τα ηνία της χώρας, µε το αλβανικό στοιχείο ενδεχοµένως να είναι και πάλι ρυθµιστής σε επίπεδο κοινοβουλίου και κυβέρνησης. Το VMRO µάς έχει προϊδεάσει για την αµφισβήτηση της συµφωνίας των Πρεσπών, αν µη τι άλλο προφορικά και διακηρυκτικά. Η ψήφιση των εφαρµοστικών πρωτοκόλλων και η ενεργοποίηση των επιτροπών για τα σχολικά βιβλία, τα σήµατα και τις ονοµασίες προέλευσης, δεν θα αναχαίτιζε την προέλαση του VMRO ούτε θα µετρίαζε απαραιτήτως τις ακραίες θέσεις του, ωστόσο θα έστελνε ένα θετικό σήµα από πλευράς µας στις υπόλοιπες δυνάµεις της Βόρειας Μακεδονίας. Επίσης, θα έδινε την ευκαιρία για καλύτερη αµοιβαία κατανόηση και συµπράξεις, ενώ θα ήταν πολύ χρήσιµη η διεξαγωγή και καθιέρωση του Ανώτατου Συµβουλίου Συνεργασίας, µε συµφωνίες που θα καλλιεργούσαν θετικό κλίµα, θα προσέγγιζαν το τοπικό στοιχείο και θα άνοιγαν εν τέλει τον δρόµο για µεγαλύτερη επιρροή µας στη Βόρεια Μακεδονία. Πλέον, χωρίς κάποιο ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια µας, θα πρέπει να επενδύσουµε στη χιλιοειπωµένη πρόθεσή µας να διευκολύνουµε την ενταξιακή διαδικασία των δυτικών Βαλκανίων, ενδεχοµένως κάνοντας τη διαφορά µε την προώθηση ενός οδικού χάρτη, µε συγκεκριµένες δεσµεύσεις και χρονοδιαγράµµατα τόσο για τις χώρες της περιοχής όσο και για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Θα µπορούσε αυτό το σχέδιο µε ελληνική σφραγίδα να παρουσιαζόταν από τον πρωθυπουργό σε µια µεγάλη βαλκανική περιοδεία, που σηµειωτέον δεν έχει κάνει µέχρι σήµερα. Στοίχηµα αποτελεί επίσης η σχέση µε τη νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία ουσιαστικά ξεκινάει από το µηδέν.

Μέσα σε όλα αυτά, η Αλβανία αποτελεί τη µεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια. Η υπόθεση Μπελέρη έχει κακοφορµίσει και η πιθανή εκλογή του στο Ευρωκοινοβούλιο δίνει τη δυνατότητα στον Ράµα να επιβάλει στη Χειµάρρα τον δικό του εκλεκτό ως επόµενο δήµαρχο. Φοβούµαι ότι το συγκεκριµένο θέµα, όπως και γενικότερα αυτό της µεταχείρισης της ελληνικής µειονότητας, παραµένει, παρά τις προσπάθειές µας, διµερές και δεν έχει λάβει την ευρωπαϊκή διάσταση που επιθυµούµε. Ενώ υπάρχουν και κάποιοι πρόθυµοι εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης ηγέτες, οι οποίοι προσφέρουν στην αλβανική ηγεσία εγγυήσεις για αδιατάρακτη ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας. Ακόµη πιο επικίνδυνη είναι τυχόν εργαλειοποίηση από µεριάς Ράµα της αλβανικής κοινότητας που διαβιοί στην Ελλάδα.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να αναπτύξει µια συγκροτηµένη στρατηγική για την περιοχή, µε χρονικό ορίζοντα πενταετίας και να καταστήσει κοινωνούς του πλάνου και του οράµατός της τόσο τους εταίρους της όσο και τις τοπικές ηγεσίες. Τα δυτικά Βαλκάνια χρειάζονται µια αντίστοιχη ατζέντα - διακήρυξη της Θεσσαλονίκης του 2003, προσαρµοσµένη στις πολύ πιο απαιτητικές συνθήκες του σήµερα. Η Ελλάδα δεν µπορεί να απουσιάζει από αυτή τη διαδικασία.

*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου ∆ιεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αµερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")