Μία νέα αγορά ανοίγει στις ΗΠΑ, με τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια να μονοπωλούν το ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα, ο ''Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού'' του 2022 που είχε προωθηθεί από την κυβέρνηση Biden, προσέφερε σημαντικές φοροαπαλλαγές για έργα που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια και τις νέες τεχνολογίες ώστε να δώσει κίνητρα στους επενδυτές. Σε αντίθεση όμως 

με τα ελληνικά δεδομένα, αυτές οι φοροαπαλλαγές είναι μεταβιβάσιμες, αποτελώντας ένα νέο ελκυστικό προϊόν για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

Η γαλλική Schneider Electric έχει ήδη προχωρήσει σε δύο σχετικές συμφωνίες: Η πρώτη με την επίσης γαλλική Engie, η οποία διαθέτει ένα ισχυρό χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ στις ΗΠΑ, και η δεύτερη με την αμερικανική Silfab Solar, η οποία κατασκευάζει φωτοβολταϊκά πάνελ. Οι δύο συμφωνίες υπολογίζονται σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Ο μεγαλύτερος τρέιντερ πετρελαίου, η Vitol έχει αγοράσει 100 εκατομμύρια δολάρια φοροαπαλλαγών από την Avangrid, έναν μεγάλο διαχειριστή ΑΠΕ. Ακόμα και η Blackstone, ο επενδυτικός γίγαντας που ελέγχει τρισεκατομμύρια στις διεθνείς αγορές, εξαγόρασε φοροαπαλλαγές αξίας 350 εκατομμυρίων δολαρίων από την εταιρεία Arevon, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των ΑΠΕ.

Σύμφωνα με μία έκθεση της επενδυτικής τράπεζας Evercore, η αναδυόμενη αυτή αγορά θα αγγίξει τα 47 δις δολάρια για το 2024, ενώ θα ξεπεράσει τα 100 δις δολάρια το 2030. Οι φοροαπαλλαγές μπορεί να είναι χρήσιμες για τους μεγάλους ομίλους καθώς τα καλέσματα για υψηλότερη φορολόγηση πληθαίνουν, αλλά είναι απόλυτα σωτήριες για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ΑΠΕ. Με τα επιτόκια δανεισμού να παραμένουν υψηλά και τα κόστη κατασκευής να αυξάνονται, οι επενδυτές έχουν αναγκαστεί να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για την πράσινη ενέργεια. Επομένως, τα έσοδα από τις αγοραπωλησίες φοροαπαλλαγών αποτελούν ένα κρίσιμο χρηματοδοτικό εργαλείο για την αμερικανική πράσινη μετάβαση.