Με τη µερική ιδιωτικοποίηση των διαχειριστών του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας εµφανίζονται σταδιακά µεταβολές στον τρόπο που επιτελούν τον ρόλο τους ως µονοπωλιακές και ρυθµιζόµενες οικονοµικά από την πολιτεία, εν προκειµένω τη ΡΑΑΕΥ, επιχειρήσεις. Αναφερόµαστε στον Α∆ΜΗΕ που κατέχει και διαχειρίζεται το σύστηµα µεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή το δίκτυο υψηλής τάσης της χώρας µαζί και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις της µε τις γειτονικές, και στον ∆Ε∆∆ΗΕ που διαχειρίζεται και λειτουργεί το εγχώριο δίκτυο µέσης και χαµηλής τάσης

Μια βασική διαφοροποίηση αφορά την επίταση της αναζήτησης νέων έργων και δραστηριοτήτων. Η πράσινη µετάβαση, οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις των νησιωτικών συστηµάτων της χώρας και η ψηφιοποίηση των δικτύων αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν ουσιαστικές ευκαιρίες για τους διαχειριστές.

Εχουν αποβεί µάλιστα και σε εθνικό επίπεδο οικονοµικώς επωφελείς, απεξαρτώντας µας σε σηµαντικό βαθµό από εισαγόµενα ορυκτά καύσιµα. Μέσω της τεχνογνωσίας υποθαλάσσιων ηλεκτρικών διασυνδέσεων που σωρεύτηκε σταδιακά στον Α∆ΜΗΕ, έκαναν όµως την εµφάνισή τους και projects διασύνδεσής µας µε χώρες που δεν εφάπτονται απευθείας της Ελλάδας και που φαίνεται πως συνιστούν κυρίαρχη πλέον τάση στα business plans του διαχειριστή, στοχεύοντας και σε premium ρυθµιζόµενες, ωστόσο, αποδόσεις µέσω των εγχώριων λογαριασµών ρεύµατος.

Τον Οκτώβριο του 2023 ο Α∆ΜΗΕ κατέστη project promoter του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας - Κύπρου και εν συνεχεία Ισραήλ, καταβάλλοντας «µε το καληµέρα» και σηµαντικά κεφάλαια ύψους 130 εκατ. ευρώ. Το έργο, δυστυχώς, κατόπιν της µεταβίβασής του στον Α∆ΜΗΕ αντιµετωπίζει συστηµατικές αµφισβητήσεις από την κυπριακή πλευρά, η οποία, παραγνωρίζοντας σοβαρούς γεωπολιτικούς λόγους που αφορούν πρωτίστως την ίδια, το διυλίζει και ως προς τη σκοπιά της ποσοτικοποίησης της «καθαρής» ωφέλειας για την οικονοµία της, ίσως όµως και για την αποµάστευση από τους Ελληνες καταναλωτές πρόσθετων πόρων µέσω υψηλότερων για εµάς τελών δικτύου.

Για τους παροικούντες την ενεργειακή αγορά, οι αναστολές των Κυπρίων σχετίζονται οπωσδήποτε µε τον µαρασµό του εµπορίου πετρελαιοειδών που σήµερα τροφοδοτούν τους θερµικούς σταθµούς τους και οπωσδήποτε και µε τις τεκτονικές µεταβολές που θα επιφέρει η λειτουργία της ηλεκτρικής διασύνδεσης στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Μεγαλονήσου. Για τους µη επαΐοντες, οι φόβοι αυτοί αναφέρονται εν πολλοίς και στα προβλήµατα από τη µετάδοση των µηδενικών/αρνητικών χονδρεµπορικών τιµών από τις οποίες «πάσχει» συνολικά η ευρωπαϊκή ήπειρος λόγω της υπερδυναµικότητας των ανανεώσιµων σε µεγάλα πλέον διαστήµατα του πραγµατικού χρόνου και αλυσιτελώς στη µετατροπή της σε καθαρό εισαγωγέα ηλεκτρισµού, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα περιθώρια και τη βιωσιµότητα λειτουργίας των δικών της ανανεώσιµων µονάδων. Είναι χαρακτηριστικό πως ως εναλλακτικό σχέδιο από την Κύπρο έχει προβληθεί η παραµονή της σε καθεστώς αυτόνοµου ηλεκτρικού συστήµατος µε παράλληλη ανάπτυξη υποδοµών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, ούτως ώστε να επιτύχει τους πράσινους στόχους της µε αποκλειστικά δική της εγχώρια παραγωγή. Εν γένει για οικονοµίες που η µεταποίηση και οι εξαγωγές δεν έχουν κυρίαρχο ρόλο στο ΑΕΠ, η εγχώρια παραγόµενη πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, ιδίως αν προέρχεται από κοινωνικά πλατιά βάση, ακόµη και κατά τι ακριβότερη, είναι προτιµητέα από την εισαγόµενη.

Ευχόµενοι να καταλήξει στο καλύτερο δυνατό για όλους αποτέλεσµα η διελκυστίνδα µε τους αδελφούς Κυπρίους, δεν µπορούµε να αντισταθούµε στον πειρασµό να προβληµατιστούµε µε αντίστοιχα οικονοµικά κριτήρια και επί της δικής µας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για ανάλογες περιπτώσεις. Αναφερόµαστε εν προκειµένω στη φιλόδοξη ηλεκτρική διασύνδεση της Ελλάδας µε την Αίγυπτο καθώς και µε τη Σαουδική Αραβία, projects στα οποία (ή θα) συµµετέχει ενεργά ο Α∆ΜΗΕ και βεβαιωµένα έχουν για τη χώρα µας εισαγωγικό προσανατολισµό. Υπογραµµίζουµε µάλιστα πως τα projects αυτά, χωρίς προηγούµενη ποσοτική ανάλυση και µελέτη ως προς τις καθαρές οικονοµικές ωφέλειες που θα αποκοµίσει η πατρίδα µας και η εσωτερική µας αγορά µακροπρόθεσµα, επισπεύδονται µέσα από γενικόλογες επί των ωφελειών αναφορές, ωσάν δηλαδή οι επενδυτικές αποφάσεις να έχουν ήδη «κλειδώσει» και µάλιστα σε υψηλότατο επίπεδο αξιωµατούχων. Και αν µεν για τους ιδιώτες που προωθούν εργολαβικά τα εν λόγω έργα αυτό είναι αυτονόητο, για τον Α∆ΜΗΕ στο πλαίσιο του µονοπωλιακού και ρυθµιζόµενου –υπογραµµίζουµε– ρόλου του και ως εθνικού διαχειριστή του συστήµατος τα πράγµατα θα έπρεπε να ήταν διαφορετικά.

Η Ελλάδα ήδη αντιµετωπίζει προβλήµατα υπερδυναµικότητας στο ηλεκτρικό της σύστηµα, που οδηγούν σε περικοπές τις εγχώριες ΑΠΕ.

*Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ)

(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")