Οι υποστηρικτές του (που αίφνης πλήθυναν, αφότου ο ίδιος τέθηκε εκτός παιδιάς) χαρακτηρίζουν την απόσυρση του Τζο Μπάιντεν από τη διεκδίκηση της επανεκλογής του ως μια πράξη ωριμότητας και ευθύνης, από κάποιον που αφιέρωσε τη ζωή του στο δημόσιο συμφέρον, σε αντίθεση προς όσους (λέγε με Τραμπ) αντιμετωπίζουν την πολιτική ως εργαλείο ναρκισσιστικής επιβεβαίωσης

Η αλήθεια, όμως, είναι πιο ταπεινή. Ο Μπάιντεν "έπεσε” έπειτα από εξέγερση – εν προκειμένω των χρηματοδοτών του Δημοκρατικού Κόμματος, οι οποίοι, σύμφωνα και με το ρεπορτάζ του Σίμουρ Χερς, αντέδρασαν ως εξαπατημένοι επενδυτές, αφότου διαπίστωσαν ότι το περιβάλλον του προέδρου τους είχε αποκρύψει την πραγματική έκταση των προβλημάτων υγείας του. (Το σατιρικό Babylon Bee γνωστοποίησε τις εξελίξεις υπό τον τίτλο "Η Τζιλ Μπάιντεν αποσύρεται από την κούρσα”).

Το ότι ο Μπάιντεν, παρά την κατάπτωσή του, θα ασκεί για άλλους έξι μήνες τα καθήκοντα του προέδρου, κρατώντας στα χέρια του και το περιώνυμο πυρηνικό "κουμπί”, δεν δείχνει να απασχολεί κανέναν. Το ότι ο πρόεδρος δεν είναι αυτός που πραγματικά κυβερνά την υπερδύναμη έχει εκτεθεί πλέον σε κοινή θέα, αλλά δεν σοκάρει. Αυτό που πραγματικά σοκάρει μεγάλο τμήμα της Αμερικής είναι το να σφραγισθεί η νίκη του Τραμπ, τρεισήμιση μήνες πριν ανοίξουν οι κάλπες,

Το προεκλογικό χρήμα που έκρινε την τύχη του Μπάιντεν λογικά θα κρίνει και τον ορισμό του αντικαταστάτη του. Στον ελάχιστο χρόνο που απομένει μέχρι το συνέδριό τους (και τις εκλογές) οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να βρουν μια υποψηφιότητα που να διαθέτει μίνιμουμ νομιμοποίηση, ελκυστικότητα, αλλά και χρηματοδότηση. Και αν η εκλογική ελκυστικότητα δεν είναι το δυνατότερο χαρτί της, η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις είναι η μόνη που διαθέτει πρόσβαση στα κονδύλια που έχει συγκεντρώσει η κοινή της καμπάνια με τον Μπάιντεν και που έχει ήδη τεθεί σε προεκλογική κινητοποίηση με προγραμματισμένες εκδηλώσεις ανά τις ΗΠΑ.

Παρότι γυναίκα και έγχρωμη, η Χάρις δεν διαθέτει ιδιαίτερη διείσδυση (όπως είχε δείξει και η αποτυχημένη εκστρατεία της για το χρίσμα το 2020) στα μειονοτικά εκλογικά ακροατήρια που θεωρούνται προνομιακά για τους Δημοκρατικούς. Προφανώς τα πεπραγμένα της ως "σιδηράς” Γενικής Εισαγγελέως της Καλιφόρνιας (όπου είχε αναδειχθεί το 2010 με το αδιανόητα οριακό για τη συγκεκριμένη πολιτεία προβάδισμα της μίας μονάδας) βαραίνουν ακόμη, αλλά δίνουν και μια πιπεράτη προσθήκη στην εφεξής αναμέτρησή της με τον καταδικασμένο για ποινικό αδίκημα Τραμπ.

Επιπλέον, η Χάρις δεν έλαμψε κατά τη θητεία της ως αντιπρόεδρος – αλλά ένας σοβαρός λόγος για αυτό ήταν ότι ο ίδιος ο Μπάιντεν της ανέθετε ανέφικτες αποστολές (όπως τον χειρισμό του μεταναστευτικού, που αποτελεί το κριτήριο επιλογής όσων θα ψηφίσουν τον Τραμπ), ενώ το περιβάλλον του πρωτοστατούσε σε υποτιμητικές διαδόσεις εναντίον της, προκειμένου να μην αναδειχθεί σε αντίπαλο δέος προς τον πρόεδρο.

Η Χάρις όμως είναι σε θέση να συμβιβάσει υποστηρικτές και αντιπάλους του νυν προέδρου εντός του κόμματος, να εξασφαλίσει έναν "μήνα μέλιτος” από τα μέσα ενημέρωσης που θα της φανεί πολύτιμος, αλλά και να αποτρέψει την παρατεταμένη αγωνία. που θα υπήρχε ακόμη και σε περίπτωση νίκης, για το αν ο Μπάιντεν είναι σε θέση να ολοκληρώσει τη νέα τετραετία του.

Ο Βίβεκ Ραμασουάμι, Ρεπουμπλικανός ακτιβιστής και υποστηρικτής του Τραμπ, σχολίασε τις τελευταίες εξελίξεις, λέγοντας "Αντιμαχόμαστε ένα σύστημα και όχι ένα πρόσωπο”. Όμως η αλήθεια είναι ότι η προεκλογική καμπάνια του Τραμπ, σχεδιασμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος πάνω στην στοχοποίηση του Τραμπ, επείγει να επανασχεδιασθεί.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι αρνητικές δημοσκοπικές επιδόσεις που "ανατίναξαν” την υποψηφιότητα Μπάιντεν αποτελούσαν ψήφο αποδοκιμασίας του προσώπου του προέδρου ή συνολικά των Δημοκρατικών και των πεπραγμένων τους. Τα ενθαρρυντικά ποσοστά των Δημοκρατικών υποψηφίων για τη Γερουσία και τη Βουλή (τα οποία κινδύνευαν να συμπαρασυρθούν προς τα κάτω σε περίπτωση παράτασης του "θρίλερ Μπάιντεν”) υποδεικνύουν το πρώτο. Το ότι όμως κατά το προηγούμενο διάστημα ουδείς πιθανός Δημοκρατικός υποψήφιος πρόεδρος κατάφερνε στις δημοσκοπήσεις κάτι καλύτερο από τον Μπάιντεν έναντι του Τραμπ είναι ενδεικτικό βαθύτερου προβλήματος. Η πληθωριστική και στεγαστική κρίση παραπέμπει στο τόσο αμερικανικό "It's the economy, stupid!” και η προεκλογική ρητορική των Δημοκρατικών, επίμονα προσανατολισμένη στην "απειλή για τη Δημοκρατία”, που συνιστά ο Τραμπ, δεν προσελκύει παρά τα (ανώτερα μορφωμένα) κοινωνικά στρώματα, που ήταν ήδη δεδομένα για το κόμμα.

Ίσως δε το βάθος του προβλήματος να το φωτίζει πραγματικά μόνο η αναδρομή στην Ιστορία. Τελευταία φορά κατά την οποία εν ενεργεία πρόεδρος αποποιήθηκε την διεκδίκηση δεύτερης τετραετίας ήταν το 1968, όταν ο Λίντον Τζόνσον καταβυθίσθηκε στα αδιέξοδα του πολέμου του Βιετνάμ. Η γεωπολιτική διάσταση, καίτοι εν πολλοίς απούσα από την προεκλογική συζήτηση στις ΗΠΑ, ενδεχομένως εξηγεί γιατί αυτή τη φορά τόσες πτέρυγες της ελίτ είναι περισσότερο πρόθυμες να επενδύσουν στον Τραμπ – άρα και σε μια "επανεκκίνηση”, με κλείσιμο και αναδιάταξη διεθνών μετώπων. 

(από capital.gr)