Η Masdar, ο φιλόδοξος επενδυτικός όμιλος του χώρου της πράσινης ενέργειας με έδρα το Άμπου Ντάμπι, επικράτησε του αμερικανικού διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων, Apollo, για την απόκτηση του 49,9% σε 48 φωτοβολταϊκά πάρκα στην Ισπανία, έναντι 817 εκατ. ευρώ, και τα οποία διαχειρίζεται η Endesa. Η συμφωνία έρχεται μόλις ένα μήνα μετά την εξαγορά της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, της μεγαλύτερης εταιρείας ΑΠΕ στη χώρα μας, έναντι 3,2 δισ. ευρώ

Όπως είχε, εξάλλου, διαμηνύσει, ο διευθύνων σύμβουλος της Masdar, Jameel Al Ramahi, μιλώντας στους Financial Times, η συμφωνία για την Τέρνα Eνεργειακή, αξίας 3,2 δισ. ευρώ ήταν μόνο η αρχή μιας περαιτέρω επέκτασης του κρατικού ομίλου ΑΠΕ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η Masdar χρηματοδοτείται από το κρατικό επενδυτικό ταμείο των ΗΑΕ Mubadala, την εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας και ύδρευσης Taqa και την κρατική εταιρεία πετρελαίου Adnoc.

Η πώληση του μεριδίου της ισπανικής εταιρείας στα 48 εν λόγω φωτοβολταϊκά πάρκα, που, με τη σειρά της, είναι θυγατρική της ιταλικής εταιρείας Enel, η οποία είναι επιβαρυμένη με υψηλά χρέη, είναι, από την άλλη, ακόμα μία προσπάθεια αναζήτησης χρηματοδότησης των έργων ΑΠΕ εκ μέρους ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.

Παράλληλα, Masdar και Enel συζητούν επίσης μια ευρύτερη συνεργασία που θα επιτρέψει στην εταιρεία των ΗΑΕ να διαμορφώσει ένα σημαντικό χαρτοφυλάκιο πλατφόρμα φωτοβολταϊκών άνω των 5 GW στην Ισπανία καθώς και μερίδια σε έργα στα οποία δραστηριοποιείται η Enel στη Βραζιλία και τις ΗΠΑ, όπως δήλωσαν στους Financial Times δύο άτομα που γνωρίζουν τις διαπραγματεύσεις. «Η Masdar έχει σαφώς μια βιομηχανική στρατηγική στην Ευρώπη και αν θέλετε να αποκτήσετε ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η Ισπανία είναι το τέλειο μέρος», δήλωσε ο Francesco Gazzoletti, διευθύνων εταίρος της FortyEight Brussels, εταιρείας συμβούλων ενέργειας. 

Η συγκεκριμένη συμφωνία αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα της επενδυτικής εξόρμησης των πλούσιων σε μετρητά εταιρειών από κράτη του Κόλπου και τις ΗΠΑ στον ευρωπαϊκό κλάδο των ΑΠΕ στην Ευρώπη, με εξαγορές περιουσιακών στοιχείων από εταιρείες που έχουν περικόψει τα σχέδια ανάπτυξής τους εξαιτίας των αυξημένων επιτοκίων. Η Enel, η οποία ανήκει κατά 23% στο ιταλικό κράτος, είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες πράσινης ενέργειας στον κόσμο, με ένα χαρτοφυλάκιο 160 GW δυνητικών έργων σε «προχωρημένο στάδιο». Αυτή τη στιγμή διαθέτει περισσότερα από 60 GW έργων ΑΠΕ σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Λατινική Αμερική.

Ωστόσο, το χρέος της Enel, ύψους 69 δισ. ευρώ, κατέστη σημείο τριβής με την ιταλική δεξιά κυβέρνηση, η οποία ανέτρεψε τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, Francesco Starace, πέρυσι, παρά τη σύγκρουση με τους επενδυτές στο Λονδίνο.

Η νέα διοίκηση της Enel ανακοίνωσε τον Νοέμβριο ότι θα μειώσει τις δαπάνες της στον τομέα των ΑΠΕ κατά σχεδόν το ένα τρίτο ενώ θα προχωρήσει και σε πώληση περιουσιακών στοιχείων με στόχο να μειώσει το χρέος της κατά 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του 2024. Επίσης, έχει προαναγγείλει την πρόθεσή της να συνεργαστεί με άλλους επενδυτές σε έργα ΑΠΕ περίπου 6 δισ. ευρώ, ώστε να μπορέσει να μοιραστεί το υψηλό κόστος κεφαλαίου της κατασκευής νέων μονάδων.

Η πρόοδος της Enel στη μείωση του χρέους καταδείχθηκε το βράδυ της Πέμπτης, όταν τα τελευταία της αποτελέσματα έδειξαν ότι ο λόγος χρέους της προς EBITDA θα ήταν 2,6 φορές μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με αναλυτές της Goldman Sachs, γεγονός που θα τον καθιστούσε έναν από τους χαμηλότερους στον ευρωπαϊκό κλάδο των ΑΠΕ.

Καθώς η κλίμακα των νέων έργων ΑΠΕ μεγαλώνει, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας συνεργάζονται με ολοένα και περισσότερο εταίρους ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο, δήλωσε ο Fernando Garcia, διευθυντής έρευνας ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κοινής ωφελείας στην RBC Capital Markets. «Πριν από τρία χρόνια, οι εταιρείες θα μπορούσαν να έχουν υψηλότερη μόχλευση, αλλά τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει [λόγω των υψηλότερων επιτοκίων]», όπως σημειώνει. «Βλέπουμε ότι η τάση είναι να επενδύουμε λίγο λιγότερο και να πουλάμε λίγο περισσότερο προκειμένου να συμμορφωθούμε με τις απαιτήσεις αναλογίας χρέους των οίκων αξιολόγησης», πρόσθεσε ο Garcia.

Από την πλευρά της, η Simone Mori, έως πρόσφατα επικεφαλής της Enel για την Ευρώπη και σήμερα senior fellow στο think tank Bruegel στις Βρυξέλλες, είπε στους FT ότι είναι «πολύ φυσικό να έρχονται μεγάλοι διεθνείς επενδυτές» στις ευρωπαϊκές ΑΠΕ. «Οι συνεργασίες μεταξύ χρηματοοικονομικών επενδυτών και φορέων εκμετάλλευσης ακούγονται πολύ λογικές», καθώς έτσι προσελκύονται εταιρείες που εγγυώνται ότι το κόστος του επενδυτικού κεφαλαίου θα είναι πολύ χαμηλό.