Εν μέσω καλοκαιριού, η επικαιρότητα δεν σταματά. Και ειδικά για τον τομέα της ηλεκτροκίνησης, υπάρχουν καθημερινές εξελίξεις. Δυστυχώς για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα, τα περισσότερα νέα δεν είναι θετικά: Οι πωλήσεις νέων ηλεκτρικών οχημάτων βαίνουν μειούμενες, όσα οχήματα πωλούνται αποφέρουν μικρά κέρδη ή και ζημίες, οι κατασκευαστές μπαταριών και ανταλλακτικών αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα οικονομικής φερεγγυότητας, τα κινεζικά μοντέλα γίνονται όλο και πιο ελκυστικά. 

Πίσω από αυτή τη ζοφερή εικόνα κρύβεται και άλλη μία δυσάρεστη αλήθεια: Τα ποσά που επενδύθηκαν από τα κρατικά ταμεία σε Ευρώπη και ΗΠΑ— είτε με τη μορφή χρηματοδοτήσεων στη βιομηχανία, είτε με τη μορφή επιδοτήσεων στους αγοραστές— δεν θα αποσβεστούν ποτέ. Με άλλα λόγια, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον πόνταραν στην ηλεκτροκίνηση αλλά έχασαν.

Το energia.gr έχει πολλάκις γράψει για τις δυσάρεστες εξελίξεις στον τομέα της ηλεκτροκίνησης, με την αγορά στις δύο όχθες του Ατλαντικού να δέχεται συνεχείς πιέσεις. Ένα βασικό ζήτημα των δυτικών κατασκευαστών είναι η μειωμένη ζήτηση. Χαρακτηριστικά, ο αμερικανικός κολοσσός Ford χάνει 50.000 δολάρια για κάθε ηλεκτρικό όχημα που πουλά. Αντίστοιχα, η κατεξοχήν κατασκευάστρια EVs, Tesla, ανακοίνωσε μειωμένα κέρδη κατά 45% για το β’ τρίμηνο του 2024. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στους κατασκευαστές μπαταριών. Η γερμανική Varta βρίσκεται στα όρια της χρεωκοπίας, ενώ η σουηδική Northvolt αποφάσισε να επανεξετάσει όλη τη στρατηγική της. Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες, τουλάχιστον 13 μεγα-εργοστάσια μπαταριών που θα κατασκευάζονταν στην Ευρώπη έχουν ακυρωθεί ή αναβληθεί, με παρόμοια παραδείγματα να καταγράφονται και στις ΗΠΑ.

Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ο αυξημένος ανταγωνισμός και η υπερπροσφορά. Οι δυτικοί κατασκευαστές, ακόμα και εκείνοι που έχουν κλασικά brandnames, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να προσελκύσουν νέους πελάτες, αφενός λόγω των αυξημένων τιμών, και αφετέρου λόγω του υψηλού κόστους λειτουργίας και συντήρησης. Με τη δυναμική ανάπτυξη των κινεζικών brands στις δυτικές αγορές, το πρόβλημα έχει γιγαντωθεί. Ακόμα και η επιβολή υψηλότατων δασμών από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον— μία πρακτική που σε καμία περίπτωση δεν προωθεί τον υγιή ανταγωνισμό— αναμένεται να προκαλέσει ντόμινο επιπτώσεων που περισσότερο θα πλήξουν, παρά θα τονώσουν την ευρωπαϊκή και αμερικανική παραγωγή.

Πέραν αυτών, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται αποφασισμένος να χτυπήσει την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων όσο πιο βαριά μπορεί. Στην Ευρώπη, η νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναδεικνύει τον αυξανόμενο σκεπτικισμό έναντι των κλιματικών πολιτικών. Και τα λογιστικά ισοζύγια δεν βοηθούν τα επιχειρήματα της πλευράς που υποστηρίζει τα EVs. Τόσο οι τοπικές κυβερνήσεις όσο και οι Βρυξέλλες έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ σε μία βιομηχανία που παραπαίει. Τα χρήματα αυτά έχουν επιβαρύνει τους ήδη ασθμαίνοντες προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί σε άλλα έργα που συνδέονται με την πράσινη μετάβαση— ή ακόμα προτιμότερα για τους ευρωπαίους υπερ-συντηρητικούς, στην αγορά αμυντικών εξοπλισμών ή στις επιδοτήσεις προς τους αγρότες.

Με την ευρύτερη βιομηχανία να βρίσκεται σε κόκκινο συναγερμό, αναμένονται δραματικές αλλαγές. Πολύ πιθανόν, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, η αγορά να αλλάξει δραστικά, με τους μικρότερους κατασκευαστές να εγκαταλείπουν και την παραγωγή να συγκεντρώνεται σε ένα ολιγοπώλιο των ήδη μεγάλων και έμπειρων παικτών. Παράλληλα, οι μαζικές κρατικές ενισχύσεις, είτε προς τους κατασκευαστές, είτε προς τους καταναλωτές, θα μειωθούν ή θα καταργηθούν εντελώς, κάτι που ήδη συμβαίνει στην αντίστοιχη βιομηχανία των ΑΠΕ. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές και οικονομικές πιέσεις μάλλον θα καταλήξουν σε μία “δαρβινική” λύση για την αγορά της ηλεκτροκίνησης, με τους ισχυρότερους να προσαρμόζονται και να επιβιώνουν.