Την ώρα που oι τιμές των futures αναφοράς του φυσικού αερίου για παραδόσεις επόμενου μήνα, στον ολλανδικό κόμβο TTF, έχουν πάρει ξανά την ανηφόρα (έκλεισαν χθες στα 34,724 ευρώ/MWh, με ποσοστιαία άνοδο +4,13%), εντείνονται οι κινήσεις των παικτών στην παγκόσμια αγορά για την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων του καυσίμου –ιδίως LNG- για την επόμενη χειμερινή περίοδο. Η Ασία κυριαρχεί σε αυτή την αγορά και αναμένεται να καταγράψει, τον Ιούλιο, τις υψηλότερες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τον Ιανουάριο, καθώς η ζήτηση αυξάνεται παρά την άνοδο των τιμών spot. 

Παρά το γεγονός ότι είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και επομένως, θα είκαζε κάποιος, ότι θα ήταν αποτρεπτικός παράγοντας προσέλκυσης φορτίων στην Ασία αντί για την Ευρώπη, εν τούτοις, δεν βρίσκονται σε επίπεδα τέτοια που να αποθαρρύνει τους αγοραστές, σύμφωνα με αναλυτή των Reuters. 

Πιο συγκεκριμένα, οι εισαγωγές LNG από τις χώρες της Ασίας αναμένεται να ανέλθουν σε 24,85 εκατομμύρια μετρικούς τόνους τον Ιούλιο, ήτοι, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι μηνών και υψηλότερο από τις εισαγωγές του περασμένου Ιουνίου. 

Και ενώ κορυφώνονται οι εισαγωγές στην ασιατική ήπειρο, οι εισαγωγές στην Ευρώπη αναμένεται να διαμορφωθούν στα χαμηλότερα επίπεδά τους από τον Σεπτέμβριο του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Kpler. Οι υψηλότερες τιμές στην Ασία προσελκύουν περισσότερες εισαγωγές στην περιοχή, ενώ η ζήτηση στην Ευρώπη είναι υποτονική και οι τιμές είναι χαμηλότερες από τα ασιατικά επίπεδα. 

Ωστόσο, ο εφοδιασμός των χωρών της Γηραιάς ηπείρου κρίνεται επαρκής για αυτή την περίοδο του έτους, αν και οι διακοπές στον εφοδιασμό με LNG και η μείωση των ροών από τους αγωγούς φυσικού αερίου στην Νορβηγία, προκαλούν αυτή την παροδική άνοδο των τιμών στο TTF που προαναφέραμε. 

Οι προβλέψεις είναι ότι έως το τέλος της δεκαετίας, η παγκόσμια ζήτηση υγροποιημένου φυσικού αερίου θα αυξηθεί κατά περίπου 35%, με αιχμή την ανάπτυξη στην Ασία, ενώ η συνολική ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη που διολισθαίνει ήδη, θα επιταχυνθεί έως το τέλος της δεκαετίας, καθώς θα επιτυγχάνονται –δυνητικά- ολοένα και περισσότερο οι στόχοι για την λεγόμενη Ενεργειακή Μετάβαση της ΕΕ. 

Εν τω μεταξύ, σε ποσοστό, κατά μέσον όρο 84,12% της χωρητικότητάς τους βρίσκονται οι αποθήκες  φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Στην Γερμανία, αυτό το ποσοστό φθάνει στο 88,7%, στην Γαλλία το 76,4%, στην Ολλανδία το 78,5%, στην Αυστρία το 86,3% και στην Ισπανία το –εντυπωσιακό- 98%. Τούτο σημαίνει ότι έως την έναρξη της επόμενης χειμερινής περιόδου, οι αποθήκες θα είναι σχεδόν πλήρεις. 

Η λύση των FSRU και η Ρωσία 

Με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας να προβλέπει ότι η ζήτηση φυσικού αερίου θα αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 1,6% και το ορυκτό καύσιμο θα αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 25% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας έως το 2040, διανοίγεται μια νέα ευκαιρία για την επέκταση της ήδη ισχυρής αγοράς FSRU. Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτές οι πλωτές εγκαταστάσεις θα συμβάλουν στην κάλυψη της ζήτησης αερίου σε περιοχές που δεν διαθέτουν δίκτυα αγωγών. 

Ιδίως στην Ευρώπη, που υπέφερε το πρώτο διάστημα μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και έσπευσε να διαφοροποιήσει τις πηγές προμήθειας του καυσίμου, «ανακαλύπτοντας», μεταξύ άλλων, τις αγορές των ΗΠΑ, της Αλγερίας και της Νορβηγίας. 

Η δημιουργία FSRU φάνηκε ιδιαίτερα συμφέρουσα λύση για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η χώρα μας που διέθετε ήδη την Ρεβυθούσα, πρόκειται να αποκτήσει σύντομα και μια νέα πλωτή εγκατάσταση επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη, αν και τα σχέδια για τη δημιουργία ακόμη δύο (Διώρυγα Gas στην Κόρινθο, της Elpedison στον Θερμαϊκό και της ΑΡΓΩ Fsru στον Βόλο) μοιάζουν να τίθενται, τουλάχιστον επί του παρόντος, στο περιθώριο, εξαιτίας της σοβαρής μείωσης της ζήτησης, αλλά και της …ανάνηψης των εισαγωγών ρωσικού αερίου μέσω αγωγών –από το οποίο η Ευρώπη έκοψε, υποτίθεται οριστικά, τον ομφάλιο λώρο!- που καταφθάνει τόσο στις δικές μας πύλες εισόδου, όσο και των αντίστοιχων σε Αυστρία και Ουγγαρία, αρκετό και σε ιδιαίτερα πιο συμφέρουσες τιμές από το κατά πολύ πιο ακριβό LNG.  

Όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στο α’ εξάμηνο του 2024 στο 50,76% των συνολικών εισαγωγών της χώρας, σε σύγκριση με το 21,44%, την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2023.