Συχνά παρασυρόμαστε από τα τοπικά και τα εφήμερα, που μονοπωλούν το ενδιαφέρον ενώ συνήθως είναι συμπτώματα τάσεων που ξεδιπλώνονται αργά και συχνά ανακόπτονται από τυχαία γεγονότα. Αυτά τα γεγονότα μπορεί να καθυστερούν ή και να επιταχύνουν την εξέλιξη των τάσεων. Καλό είναι να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να προσπαθούμε να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα

Μετά τη μεγάλη ύφεση που ξεκίνησε το 2008-2009 στα κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου (θυμίζω την κατάρρευση της Lehman Brothers, τη διάσωση της Merrill Lynch από την Bank of America, την παροχή τεράστιας οικονομικής στήριξης από το αμερικανικό δημόσιοστις κλυδωνιζόμενες τράπεζες μέσω των TARP), διαμορφώθηκαν δύο συνθήκες που εν πολλοίς παγιώθηκαν σε όλη τη Δύση:

  1. Οι υποχρεώσεις των ιδιωτικών τραπεζών ανελήφθησαν από το Δημόσιο με διάφορους τρόπους. Χώρες που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αυτό το χρέος με νομισματική επέκταση, όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρεταννία, το έκαναν. Χώρες που είχαν την ατυχία να μετέχουν στη ζώνη του Ευρώ, όπου η ΕΚΤ απαγόρευε (ακολουθώντας τις υποδείξεις της Γερμανίας) την έκδοση ευρωομολόγων για να χρηματοδοτηθεί το ογκούμενο χρέος των χωρών της ευρωζώνης, αναγκάστηκαν να προβούν σε «εσωτερικές υποτιμήσεις», δηλ. ραγδαίες συρρικνώσεις της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού τους. Η Γερμανία δεν διέσωσε τράπεζές της, αν και οι μεγαλύτερες εξ αυτών είχαν μεγάλη έκθεση στο αμερικανικό subprimemarket. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι γερμανικές τράπεζες έγιναν zombie banks,αλλά και στις λοιπές χώρες της ΕΕ οι διασωθείσες τράπεζες απορροφήθηκαν από την αγωνία της επιβίωσής τους και έπαψαν να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό (δηλ. νέο κεφάλαιο). Χρηματοδοτούν είτε κεφάλαιο κίνησηςείτε ακίνητα και κατασκευαστικά έργα. Ουσιαστικά έχουν απαρνηθεί το ρόλο τους και έχουν υποκατασταθεί από άλλου τύπου πιστωτικά ιδρύματα (shadow banks).
  2. Ο παραγωγικός τομέας σε όλη τη Δύση επλήγη διπλά: από τη μία η αγορά συρρικνώθηκε λόγω εσωτερικών υποτιμήσεων,από την άλλη η κάποτε άφθονη χρηματοδότηση στέρεψε για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Συνεπώς η όποια επέκταση έπρεπε να χρηματοδοτηθεί εξ ιδίων. Ομως κερδοφορία δεν υπάρχει εκτός τριών τομέων: εξόρυξη/διύλιση ορυκτών καυσίμων, φαρμακευτικά και λαϊκές εφαρμογές τεχνολογίας όπως η κινητή τηλεφωνία. Ο πρώτος τομέας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την ιδεολογία της «πράσινης μετάβασης»: ποιά λογική επιχείρηση θα επενδύσει σε πάγια που πιθανώς να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει; Οι άλλοι δύο τομείς, παρότι εύρωστοι, αδυνατούν να συμπαρασύρουν τη συνολική οικονομία.

Οι δύο συνθήκες που περιέγραψα παραπάνω κατατείνουν σε ένα αποτέλεσμα: η οικονομία στη Δύση αδυνατεί να αναπαραχθεί κανονικά, δηλαδή με επιχειρήσεις που ανταποκρίνονται σε μια σφριγηλή ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μετά από 15 χρόνια είναι στάσιμο (στην Ελλάδα ως γνωστόν υπολείπεται του επιπέδου του 2009, και αλλού δεν είναι καλύτερα). Οι επιχειρήσεις δεν έχουν κερδοφορία ικανή να στηρίξει επενδύσεις και η έλλειψη επενδύσεων οδηγεί σε στάσιμη ή φθίνουσα παραγωγικότητα. Η κατάσταση βρισκόταν επί ξηρού ακμής όταν ήρθε η πανδημία το 2020. Η πανδημία αποδιοργάνωσε τις εφοδιαστικές αλυσίδες και απομάκρυνε ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού από την αγορά εργασίας. Ενώ πριν τον κορωνοϊό είχαμε κάποια ανεργία, μετά τον κορωνοϊό έχουμε το αντίθετο: ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα στα κακοπληρωμένα επαγγέλματα (όπως οι υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης). Οι «απόκληροι της κοινωνίας» βρήκαν πρόσκαιρα το θάρρος να διεκδικήσουν βελτίωση στα καθηλωμένα επί δεκαετίες εισοδήματά τους (τα τελευταία 30 χρόνια στις ΗΠΑ οι μισθοί είναι στάσιμοι και σε πραγματικούς όρους έχουν μειωθεί). Είδαμε για πρώτη φορά σημαντικές αυξήσεις μισθών σε εργαζόμενους όπως οι υπάλληλοι των σιδηροδρόμων στις ΗΠΑ και οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Μεγ. Βρεταννίας. Αυτές οι αυξήσεις ήρθαν να ανακουφίσουν κάπως νοικοκυριά καταχρεωμένα με δάνεια στεγαστικά, πιστωτικές κάρτες κλπ.

Αυτό δεν μπορούσε βέβαια να γίνει ανεκτό και η λύση βρέθηκε πάραυτα: ενέσκυψε δριμύς ο πληθωρισμός, ο οποίος έπληξε και πλήττει τα σταθερά εισοδήματα. Ενέργεια, τρόφιμα, στέγη, είναι οι τομείς όπου ο πληθωρισμός εμφάνισε τις υψηλότερες επιδόσεις, και είναι οι τρείς περιοχές που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων. Οι κεντρικές τράπεζες επεδόθησαν σε μια κούρσα αλλεπάλληλων αυξήσεων των βασικών επιτοκίων σε μια, κατά τον ισχυρισμό τους, προσπάθεια να ανασχέσουν τον πληθωρισμό. Αυτή η «συνταγή» θα ήταν ίσως αποτελεσματική αν ο πληθωρισμός οφείλετο στην ισχυρή ζήτηση, όμως στις δυτικές χώρες η ζήτηση ήταν εμφανέστατα αναιμική και πριν τον κορωνοϊό και μετά (αν εξαιρέσουμε ένα βραχύβιο ξέσπασμα όταν ήρθησαν οι εγκλεισμοί, που κράτησε ελάχιστα). Στην πραγματικότητα υπήρξε ανατροφοδότηση του πληθωρισμού με τα υψηλά επιτόκια (κυρίως μέσω του κόστους της στέγης και της ενέργειας).

Κατά τη γνώμη μου οι ραγδαίες αυξήσεις των επιτοκίων σε ΗΠΑ, Μεγ. Βρεταννία και Ευρώπη δεν αποσκοπούσαν στη συγκράτηση του πληθωρισμού. Αποσκοπούσαν στη μείωση των εργατικών εισοδημάτων (και συνεπώς στην εξουθένωση ευρύτερων στρωμάτων) και στην ενίσχυση της κερδοφορίας των εμπορικών τραπεζών (που αύξησαν τα επιτόκια δανεισμού και κράτησαν τα επιτόκια των καταθέσεων μηδενικά). Οι στόχοι αυτοί αμφότεροι επετεύχθησαν, με κόστος όμως την διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Το σύστημα δεν αναπαράγεται πλέον, δεν υπάρχει ζήτηση. Ισως πει κανείς, μα πώς, η ζήτηση αγαθών πολυτελείας αυξάνεται συνεχώς. Μπορεί όμως η ζήτηση του 10% να αναπληρώσει την έλλειψη ζήτησης από το 90% του πληθυσμού; Δεν μπορεί.

Είναι διατηρήσιμη αυτή η κατάσταση; Ισως. Υπάρχουν αποτελεσματικότατοι μηχανισμοί ιδεολογικού κατευνασμού της κοινωνίας και δημιουργούνται συνεχώς ψευτοθέματα που κρατούν τους ανθρώπους απορροφημένους. Είμαστε μέσα στο Πλατωνικό σπήλαιο και νομίζουμε ότι οι σκιές στον τοίχο είναι η πραγματικότητα.

*Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος μεγάλου Ελληνικού Ομίλου Επιχειρήσεων