Η εικόνα της άνισης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, σκιαγραφεί τα διλήμματα τα οποία αντιμετωπίζει η ΕΚΤ καθώς πλησιάζει ο Σεπτέμβριος και θα πρέπει να λάβει αποφάσεις για το ύψος των επιτοκίων του ευρώ

Η οικονομία της Ευρωζώνης σημείωσε ανάπτυξη 0,3% τους τρεις μήνες μέχρι το τέλος Ιουνίου, διατηρώντας τον ίδιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ που είχε και το α΄ τρίμηνο του έτους. Πρόκειται για ενθαρρυντική εξέλιξη, δεδομένου ότι οι προβλέψεις των οικονομολόγων μιλούσαν για ανάπτυξη 0,2%, ενώ η ΕΚΤ έχει προειδοποιήσει ότι σε όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα είναι αναιμική. Το οφείλει, όμως, στην ανάπτυξη που κατέγραψαν Γαλλία και Ισπανία καθώς υπερκάλυψαν, έτσι, τη συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας που βρίσκεται για μια ακόμη φορά στα πρόθυρα ύφεσης.

Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης φλερτάρει και πάλι με την ύφεση καθώς το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε κατά 0,1% το β΄ τρίμηνο. Η στατιστική υπηρεσία της χώρας απέδωσε την αρνητική εξέλιξη σε μείωση των επενδύσεων στον εξοπλισμό και στα κτίρια. Στο μεταξύ, τόσο ο δείκτης υπεύθυνων προμηθειών (ΡΜΙ) όσο και τα σχετικά στοιχεία του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo προδίδουν πως η γερμανική οικονομία μπήκε στο γ΄ τρίμηνο του έτους με ακόμη πιο αρνητικά στοιχεία καθώς μειώνεται η βιομηχανική της παραγωγή που άλλοτε στήριζε τις εξαγωγές της και μέσω των εξαγωγών και την ανάπτυξή της. «Η γερμανική οικονομία είναι καθηλωμένη σε κατάσταση κρίσης», σχολίασε σχετικά ο επικεφαλής του τομέα ερευνών του Ifo, Κλάους Βόλραμπε, που τόνισε πως «τα στοιχεία από το γ΄ τρίμηνο δεν προσφέρουν ελπίδες για κάποια βελτίωση». Αντιδρώντας στα στοιχεία για τη γερμανική οικονομία, τα ομόλογα του γερμανικού δημοσίου υποχώρησαν με τις αποδόσεις να παραμένουν στο 2,36%.

Παρήγορη και εξισορροπητική, όμως, εμφανίζεται η ανάπτυξη της δεύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας, της Γαλλίας, καθώς το γαλλικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% το β΄ τρίμηνο του έτους. Οπως επισημαίνουν οικονομολόγοι, τα στατιστικά στοιχεία της Γαλλίας αντανακλούν μόνον μερικώς τον αντίκτυπο των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε ο Γάλλος πρόεδρος τον Ιούνιο, μόλις τρεις εβδομάδες πριν από το τέλος του β΄ τριμήνου. Εκτοτε οι σχετικοί δείκτες προδίδουν αύξηση της αβεβαιότητας μεταξύ των γαλλικών επιχειρήσεων που διερωτώνται κατά πόσον η νέα ηγεσία της χώρας θα αυξήσει το κόστος της εργασίας και τους φόρους. Σχετικά στοιχεία της γαλλικής στατιστικής υπηρεσίας Insee φέρουν τις εξαγωγές και μια μικρή αύξηση των επενδύσεων να είναι οι παράγοντες που στήριξαν την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας. Σχολιάζοντας ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ τόνισε πως «η Γαλλία σημειώνει ανάπτυξη επί δύο συναπτά έτη και τα στοιχεία καταδεικνύουν πως οι επιδόσεις της είναι σταθερές και διαρκείς». Εξέφρασε παράλληλα την ελπίδα πως η ανάπτυξη θα βοηθήσει τη Γαλλία να μειώσει τα δημοσιονομικά της ελλείμματα και προσέθεσε πως ετοιμάζει σχέδιο προϋπολογισμού για τον διάδοχό του στο υπουργείο Οικονομικών ώστε να κρατήσει τη χώρα στον δρόμο προς τη μείωση του ελλείμματος σε επίπεδα κάτω του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2027. Σημειωτέον ότι οι επενδυτές παρακολουθούν προσεκτικά τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας από τη στιγμή που παρουσίασε πέρυσι διεύρυνση του δημοσιονομικού της ελλείμματος, ενώ παράλληλα βρίσκεται σε πολιτικό αδιέξοδο μετά τα αποτελέσματα των πρόωρων εκλογών. Η οικονομία της Γαλλίας αναμένεται, άλλωστε, να τονωθεί στη διάρκεια των θερινών μηνών χάρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που σύμφωνα με την Insee θα επιταχύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 0,5% το τρίμηνο που διανύουμε.

Η Ισπανία σημείωσε, άλλωστε, ανάπτυξη 0,8% και όπως και η Γαλλία η οικονομία της στηρίχθηκε από το εμπόριο. Σύμφωνα με την ισπανική στατιστική υπηρεσία ΙΝΕ, η ισπανική οικονομία σημειώνει υψηλότερη ανάπτυξη από τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης τα τελευταία τρίμηνα, κυρίως εξαιτίας της αυξημένης απασχόλησης και της ισχυρής εγχώριας ζήτησης. Μέχρι στιγμής η πολιτική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζει η χώρα της Ιβηρικής δεν έχει επηρεάσει την εμπιστοσύνη και την κατανάλωση στη χώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει κατορθώσει να αποσπάσει την έγκριση του κοινοβουλίου στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024 και είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να παρουσιάσει σχέδιο προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος καθώς το κοινοβούλιο δεν έχει εγκρίνει τους στόχους της για τα δημοσιονομικά της μεγέθη. Ανάπτυξη μεγαλύτερη από τις προβλέψεις σημείωσε τέλος η Ιταλία, ενώ τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης κατέγραψε η Ιρλανδία με το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 1,2%, καθώς η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί έδρα πολλών πολυεθνικών και να προσελκύει νέες επενδύσεις στο έδαφός της.

(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)