Με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης 50 ετών από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν αναμενόμενο ότι θα προκαλούνταν λεκτική ένταση ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Oμως, την ίδια χρονική στιγμή προέκυψε η διεξαγωγή ερευνών βυθού του «Ievoli Relume» για την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης. Η Aγκυρα δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Πλοία που επέστρεφαν από τη φιέστα στα Κατεχόμενα ανέλαβαν την παρακολούθησή του, ενώ σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή δεν του επέτρεψαν να εισέλθει σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Γιατί συνέβη αυτό; Προφανώς δεν ήταν θέμα συγκυρίας

Η αρχή και το τέλος της τουρκικής στρατηγικής έχει στο επίκεντρό της την αντίληψη ότι η Τουρκία είναι η επικυρίαρχη δύναμη στην ευρύτερη γειτονιά της και πως έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλες τις γειτονικές χώρες. Κατά την τουρκική αντίληψη, κανένα σχέδιο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να υλοποιηθεί, εφόσον δεν έχει τουλάχιστον τη συναίνεσή της, αν όχι τη συμμετοχή της. Ασφαλώς, αυτή η άποψη οδηγεί σε οιονεί φιλανδοποίηση όσων την αρνούνται, εφόσον θεωρείται προϋπόθεση η έγκριση της Τουρκίας για πρότζεκτ που όχι μόνο δεν την αφορούν αλλά και σχεδιάζονται εκτός περιοχών, ακόμη και δυνητικής δικαιοδοσίας της.

Η επιμέλεια της Aγκυρας να προστατεύσει τα δικαιώματά της σε περιοχή ανάμεσα στην Κάρπαθο και την Κάσο, μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου, και μάλιστα σε διεθνή ύδατα, και με τον τύπο των ερευνών εξ ορισμού να μην επηρεάζει την υφαλοκρηπίδα, είναι αποκαλυπτική των θέσεών της για την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην περιοχή. Και όσο της επιτρέπεται θα επαναλαμβάνει το γνωστό μοτίβο δημιουργίας μιας συνθήκης, όπου αυτή θα κινείται αναμενόμενα στο όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας (κυρίως στο δεύτερο). Οι παράνομες πράξεις δεν παράγουν δίκαιο, ωστόσο η συστηματική επανάληψή τους παράγει μία αντικανονική κανονικότητα και βάζει θεμέλια παγίωσης μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων. Και τουλάχιστον στο προσκήνιο, δεν υπάρχει κάποια αντίδραση εκ μέρους μας ή κάποιου εταίρου μας που να κάμπτει την Τουρκία.

Υπάρχουν δύο επιπρόσθετοι παράγοντες που εξηγούν την τουρκική στάση, πέρα από τον βασικό στόχο αποκοπής της γεωγραφικής συνέχειας του Ελληνισμού από το Αιγαίο στη λεκάνη της Λεβαντίνης αλλά και την προειδοποίηση για δυναμικότερη αντίδραση στο επόμενο στάδιο υλοποίησης του έργου. Αφενός, η αδημονία του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου, στη σκιά της δραματικής συρρίκνωσης (σχεδόν εκμηδενισμού) των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, να δηλώνει με οποιαδήποτε ευκαιρία την παρουσία του στο Αιγαίο. Το ερώτημα βέβαια είναι για πόσο ακόμη θα συνεχιστεί η ηρεμία στον αέρα, δεδομένου του προβληματισμού στη γείτονα για την παρατεταμένη απουσία της τουρκικής αεροπορίας (απόρροια εγχώριων δυσκολιών αλλά και της ανάγκης αλλαγής του κλίματος με τις ΗΠΑ για να εξασφαλιστούν τα F-16). Οπότε, αναζητούνται αφορμές για να επιστρέψει με κάποιον τρόπο στα ειωθότα. Γιατί ο φόβος είναι ότι αυτή η συνθήκη που έχει επιβληθεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, των μηδενικών ή σποραδικών παραβιάσεων, θα γίνει η νέα πραγματικότητα και μετά θα πρέπει η Aγκυρα να βρει τον τρόπο να επανέλθει στη γνωστή και πάγια αμφισβήτηση του ελληνικού εναέριου χώρου. Αφετέρου, η τουρκική ηγεσία έχει αυξημένη αυτοπεποίθηση για τους ακόλουθους λόγους: η αυτονομία της έναντι των ΗΠΑ διευρύνεται και της προσφέρει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών σε διάφορα πεδία, αλλά εξισορροπείται με την πολυδιάστατη χρησιμότητά της. Ακόμη και η κορυφαία διπλωματική πράξη της απελευθέρωσης Ρώσων και Αμερικανών αιχμαλώτων είχε κάποιου είδους τουρκική εμπλοκή. Σε άλλα δε πεδία, η Αγκυρα κρίνεται ως πολύτιμος –έστω και αναξιόπιστος– εταίρος, αν και η συμμαχική της προσήλωση αμφισβητείται. Εξίσου, η προσοχή της Ουάσιγκτον στο εσωτερικό, πολωμένο μέτωπο και στην Ουκρανία και τη Γάζα, την καθιστούν απρόθυμη να ξοδέψει χρόνο και διπλωματικό κεφάλαιο για τα ελληνοτουρκικά. Το πιο προβληματικό πάντως, που δίνει αέρα στον Ερντογάν, είναι πως σε μία φάση σταθερής απόκλισης της Aγκυρας από την Ουάσιγκτον (που πάντως διορθώθηκε τους τελευταίους μήνες) και συνεπούς σύγκλισης της Ελλάδας, οι Αμερικανοί δεν τόλμησαν να κάνουν τη διαφορά, αν μη τι άλλο στα εξοπλιστικά.

Τον Σεπτέμβριο η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν θα γίνει υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών. Ενώ υποτίθεται ότι θα συζητηθεί πιθανή έναρξη ουσιαστικών διαβουλεύσεων, υπάρχει μία ευδιάκριτη διολίσθηση από το πνεύμα και το γράμμα της συμφωνίας του περασμένου Δεκεμβρίου. Αν αυτό αποτελεί προάγγελο αλλαγής υποδείγματος σε σχέση με τους τελευταίους 18 μήνες, θα διαπιστωθεί γρήγορα, και οπωσδήποτε θα επηρεαστεί από το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.


*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")