Ενα από τα µάλλον άγνωστα παράδοξα της οικονοµικής πραγµατικότητας είναι ότι υπάρχει άνθηση επενδύσεων και παραγωγής αλλά δυστυχώς δεν είναι διατηρήσιµη

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν σχεδόν 42% από το 2019 σε πραγµατικούς όρους, έναντι περίπου 1% στη Ζώνη του Ευρώ. Και επιπλέον, φαίνεται να αλλάζει η σύνθεση των επενδύσεων. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα δύο τρίτα των επενδύσεων αφορούσαν κατασκευή κατοικιών και µόνο το 30% περίπου αφορούσε παραγωγικές επενδύσεις. Σήµερα, η πλειοψηφία, περίπου το 75% των ιδιωτικών επενδύσεων, είναι σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 25% κατευθύνεται σε επενδύσεις σε κατοικίες. Αλλά δεν είναι µόνον αυτή η µακροχρόνια τάση που δείχνει αναπροσανατολισµό των επενδύσεων. Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ, το ποσοστό χρησιµοποίησης εργοστασιακού δυναµικού αυξήθηκε στο 80,7% τον Απρίλιο (από 72,9% τον Ιανουάριο), µε την εξασφαλισµένη παραγωγή να υπολογίζεται στους 6 µήνες από 5,5 µήνες τον Ιανουάριο. Τον Μάιο είχαµε στην Ελλάδα άνοδο της βιοµηχανικής παραγωγής 6,8% σε σχέση µε ένα έτος πριν, έναντι µείωσης 2,5% στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Βέβαια, η µεγαλύτερη αύξηση παραγωγής αφορά την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύµατος (21,3%), αλλά η µεταποίηση συνολικά έχει άνοδο 4,4%. Επίσης, οι εξαγωγές βιοµηχανικών προϊόντων υπολογίζονται σε 2,7 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, ενισχυµένες κατά 11,2% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Το µερίδιο των βιοµηχανικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών τον Απρίλιο ανήλθε σε 84,3% του συνόλου των εξαγωγών.

Βέβαια η «επενδυτική άνοιξη» έρχεται µετά µια µακρά περίοδο καθίζησης των επενδύσεων και της οικονοµικής δραστηριότητας γενικά. Επιπλέον, µέρος των νέων επενδύσεων οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους, όπως η αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής και κυρίως στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κονδύλια. Γιατί όµως η θετική αυτή πορεία δεν είναι διατηρήσιµη; Επειδή δεν στηρίζεται σε σταθερή χρηµατοδότηση που θα διατηρούσε τον ρυθµό των επενδύσεων.

Σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά το α΄ τρίµηνο του 2024, το ποσοστό αποταµίευσης των νοικοκυριών, που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταµίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιµο εισόδηµα, ήταν -8,1%, σε σύγκριση µε -2,2% το α΄ τρίµηνο του 2023. ∆εν υπάρχει αποταµίευση. Αντίθετα η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 6,9% σε σύγκριση µε το προηγούµενο έτος, από 35,5 δισ. ευρώ σε 38 δισ. ευρώ. Τα νοικοκυριά, λοιπόν, καταναλώνουν αλλά δεν αποταµιεύουν. Η διαπίστωση αυτή, πάντως, µπορεί για κάποιους να είναι τραγωδία, για άλλους όµως είναι ευκαιρία.

Τον Μάιο του 2021, το µέσο επιτόκιο νέου δανεισµού σε ελληνικές επιχειρήσεις από τις τράπεζες ήταν 3% και λέγαµε ότι ήταν υψηλό συγκρινόµενο µε το αντίστοιχο της Ευρωζώνης που ήταν λίγο κάτω από το 2%, ενώ στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Πορτογαλία) ήταν 1%. Γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις να δανείζονται µε τριπλάσιο επιτόκιο από τις χώρες αυτές; Το πρόβληµα σήµερα είναι χειρότερο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται µε 5,5%, ενώ το µέσο κόστος της Ευρωζώνης είναι κάτω από 1% και ακόµα χαµηλότερα είναι το αντίστοιχο επιτόκιο δανεισµού στις άλλες χώρες του Νότου. Τον Μάιο του 2024 το µέσο κόστος χρηµατοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πενταπλάσιο από την Ευρωζώνη. Γιατί έγινε αυτό; Επειδή στην Ελλάδα οι τράπεζες αύξησαν την επιβάρυνση των δανειζόµενων, ενώ στην Ευρωζώνη το µέσο κόστος δανεισµού επιχειρήσεων σηµείωσε αισθητή πτώση.

Χωρίς συνθήκες οµαλής χρηµατοδότησης µε εύλογο κόστος, η επενδυτική δραστηριότητα δεν είναι βιώσιµη. Μπορεί να συνεχίσει να µας εντυπωσιάζει όσο υπάρχουν ευρωπαϊκά κονδύλια, αλλά έχει χρονικό ορίζοντα που περιορίζεται στην κάλυψη εφήµερων αναγκών της κατανάλωσης.

Τον Μάιο του 2024 το µέσο κόστος χρηµατοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πενταπλάσιο από την Ευρωζώνη.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")