Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος (Γιώργος Θεοτοκάς): Μια Άποψη

Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος (Γιώργος Θεοτοκάς): Μια Άποψη
γράφει ο Γιώργος – Νεκτάριος Παναγιωτίδης, συγγραφέας
Τετ, 14 Αυγούστου 2024 - 18:55

Θέρος, Aύγουστος, καρδιά του καλοκαιριού –που λένε- αυτές τις μέρες και μέσα στο αποκάρωμα, την ακραία νωχέλεια που φέρνει η ζέστη (θυμηθείτε εδώ τους Μεξικάνους που κάάάθονται, με κατεβασμένα τα καπέλα, ολημερίς), κάποιοι, μάλλον… προνομιούχοι στις μέρες μας, ετοιμαζόμαστε να εκδράμουμε για ολιγοήμερες διακοπές, σε κάποιον προορισμό βουνίσιο ή παραθαλάσσιο

Επιπλέον, σε μια εβδομάδα, έχουμε και τη μεγάλη εκκλησιαστική γιορτή της Θεοτόκου Μαρίας, που επηρεάζει κάπως και σήμερα τους ρυθμούς της συλλογικής και εθνικής μας ζωής.

Τι βιβλία μπορεί κανείς να διαβάσει σε μια τέτοια περίσταση; Αυτό μάλλον απόκειται στη θέληση και την ιδιοσυγκρασία του. Πάντως, τα οδοιπορικά ή οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις είναι, ως λογοτεχνικό είδος, αν και όχι το δημοφιλέστερο, πάντως, θεματικά, το πιο σχετικό.

Αυτό το είδος κάνει ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης (πεζογράφος και δοκιμιογράφος) του 20ου αιώνα γράφοντας το βιβλίο του για την επίσκεψη στο Σινά και το Αγιονόρος. Ο Θεοτοκάς, στα 55 του, θα λέγαμε στην ακμή της ηλικίας ή σε ηλικία ύψιστης δημιουργικής ακμής, βρίσκεται να έχει χάσει τη σύζυγό του πριν ένα έτος μετά από ολιγοετή ασθένεια. Το γεγονός τον έχει συντρίψει. Αλλά και η «συντετριμμένη καρδιά», στο μέτρο που την αποκτάς, είναι πνευματική αρετή.

Μια τέτοια εμπειρία, όπως μπορεί κανείς σχετικά εύκολα να δει, τείνει να σε κάνει πιο ειλικρινή, πιο βαθυστόχαστο. Δεν έχουν θέση οι σκοπιμότητες ή οι ματαιοδοξίες ή οι μικρές κι οι μεγάλες κακίες που επινοούμε καθημερινά σκοτώνοντας το χρόνο μας- ή και τους γύρω μας. Βιάζεται θα λέγαμε κανείς τότε να βρει ό,τι είναι αληθινό στη ζωή, εν όψει του επικείμενου τέλους της, που έχει δει από πολύ κοντά, και να το ζήσει. Αυτό λέει κάπου κι ο Θεοτοκάς: «…δεν ξεκίνησα από το ζόφο και τα ξεφωνητά του 20ου αιώνα, από το κενό της σύγχρονης σκέψης κι από τη μαύρη απόγνωση των ποιητών και των φιλοσόφων, και δεν ήρθα να πλανηθώ και να ξεχαστώ στο μεγάλον ήλιο της Ανατολής και στη γοητεία της Ιερουσαλήμ, για να βρω τα μυστικά της αστρολογίας. Από άλλο είδος στηρίγματα έχουμε ανάγκη, κι εγώ και πολλοί όμοιοί μου. Δεν με γέλασες σήμερα, πειρασμέ…» (σελ. 92)

Έχει φτάσει λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου για το μεγάλο Έλληνα συγγραφέα. Εκείνου του κορυφαίου που του έχουμε αφιερώσει ονόματα δρόμων και που έγραψε πάνω στην ελληνική ταυτότητα, πάνω στο κοινωνικό ζήτημα, πάνω στην Αμερική, στα προβλήματα του καιρού μας, που έγραψε μεγάλη και «φιλόδοξη» πεζογραφία όπως τη δίτομη Αργώ. Είναι η ώρα να σταθεί απέναντι στα μεγάλα θέματα, τα θεμελιώδη προβλήματα ως άνθρωπος. Και είναι γεγονός ότι η ευεργετική αυτή αγωνία είναι ευδιάκριτη στο γραπτό του. Επισκέπτεται το Κάιρο, τη Σαμάρεια, τη Μαλούλα (το μόνο χωριό όπου μιλάνε ακόμα αραμαϊκά), την Έρημο του Όρους, την «ιερή κορυφή» του Σινά, όπου ο Μωϋσής συνάντησε, ως απόγειο της υπερβατικής εμπειρίας του, το Θεό μέσα στο γνόφο, τη σκοτεινή ομίχλη, μέσα σε ένα «μη-όραμα».

Θα πάει παντού. Αλλά ποια είναι τελικά η συγκομιδή; Είναι απλώς μια αισθητική απόλαυση που (όντως) παρέχουν ο Θεοτοκόπουλος κι ο Θεοφάνης ή Πανσέληνος ή τα καστρομονάστηρα που γυρίζουν το ρολόι στους Μέσους Αιώνες που τόσο ύμνησαν οι μεγάλοι Ρομαντικοί του εξωτερικού; Ο Θεοτοκάς θα ψάξει ειδικά το «άκτιστο φως» και τη θέα του στους «μυστικιστές της Ορθοδοξίας»: κάτι που κάποτε δίχασε τους δυτικόφιλους από τους μυστικούς του ησυχασμού στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα. Μιλάει για ένα «φως απόκοσμο, ανεξήγητο και απερίγραπτο». Κάποιος γέρων θα του πει ότι και σήμερα υπάρχει τέτοια πνευματικότητα, αλλά κανείς δε θα το παραδεχτεί -υποθέτουμε, από ταπεινότητα κι ασκητική διάθεση- και είναι ανώφελο να επιμείνει.

Πέραν όμως από τα όσα θα του διηγηθούν και θα δει, τι μένει ζωντανό μέσα του, μετά και το ταξίδι στο Όρος; Όπως λέει:

«Με συνδέει όμως, πιστεύω σήμερα, και κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο από κάθε εθνική και γεωγραφική πραγματικότητα, κάτι που αφορά τον άνθρωπο έξω από τόπους, γυμνό με τα πεπρωμένα του: μια ζέστη που νικά τη μοναξιά, μια σκοτεινή, ανεξήγητη, φευγαλέα και επανερχόμενη δύναμη παρηγοριάς» (σελ. 175).

Σε άλλο σημείο, μας λέει: «Την αληθινή, μυστική πίστη δεν μπορεί να την έχει κανείς κατά παραγγελία, ό,τι ώρα του κάνει όρεξη. Αυτή έρχεται μόνη της, σε όποιον θέλει και όταν θέλει». Ως κάποιος με θεολογικές σπουδές (και αντίστοιχα προσωπικά διαβάσματα), θα πω ότι ο Θεοτοκάς κάνει εδώ πραγματική ορθόδοξη θεολογία. Η πίστη στις μέρες μας εκφυλίστηκε γενικώς σε κάτι νοητικό, σε μια κίνηση της θέλησής μας ίσως ή σε μια απόφαση που παίρνουμε: θέλω, λέει κάποιος, και πιστεύω. Αυτά όλα είναι μεν χρήσιμα, ωστόσο στο γεγονός της πίστης συνεργάζονται όχι μία αλλά δύο ελευθερίες. Και για αυτό ακριβώς έχουμε θρησκευόμενους βαθύτατα άθεους αλλά και το γεγονός της αθεΐας ευρύτερα στον κόσμο. Η απουσία του Θεού είναι θεολογικά μια πραγματικότητα που έχει να κάνει με το πώς ο ίδιος είναι και μάλιστα με τη διακριτική και σεβαστική αγάπη που τον χαρακτηρίζει.

Σε κάθε περίπτωση, το οδοιπορικό αυτό του Θεοτοκά είναι και λογοτεχνικά πάρα πολύ καλογραμμένο, κατανοητό γενικά αλλά και με πιο δύσκολο λεξιλόγιο μερικές φορές, ενταγμένο ωστόσο έξοχα στο σύνολο. Ο συγγραφέας μας, πάντα διεισδυτικός και οξυδερκής όσο τον διαβάσαμε και σε άλλα του, θα φύγει προώρως τελικά, έξι χρόνια αργότερα, λόγω βαριού προβλήματος στο ήπαρ, αλλά θα μας αφήσει εδώ ένα διαμάντι: κάτι πάρα πολύ αυθεντικό, ένα χρονικό μιας πολύ γνήσιας και ειλικρινούς υπαρξιακής και πνευματικής αναζήτησης: «Ξεκινήσαμε τις πρωινές ώρες του 20ου αιώνα –είμασταν η πρώτη γενεά του, τα παιδιά της νιότης του, τα καλοσημαδεμένα- και ακολουθώντας τα ρεύματά του, φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε και οδηγήσαμε και άλλους, μα εδώ πια δεν μπορούμε να σταθούμε.

Θέλοντας και μη, απ’ εδώ και πέρα, το ελληνικό πνεύμα θα πασχίσει να ταξιδέψει στα πιο βαθιά νερά, εκεί όπου δοκιμάζεται η αγωνία του ανθρώπου απέναντι στο μυστήριο του κόσμου και όπου βρίσκεται αναγκασμένος ν’ απαντήσει στα έσχατα ερωτήματα. Δεν υπάρχει υπεκφυγή» (σελ. 176).

Το βιβλίο το διαβάσαμε στην τρίτη του έκδοση από τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας». 

Ευχόμαστε σε όλους τους φίλους/-ες καλές διακοπές!

(από culturepoint.gr)

Διαβάστε ακόμα