Στο πλαίσιο ενός τουρνουά βόλεϋ η ελληνική εθνική ομάδα έπαιξε στα Σκόπια και κέρδισε με 3-1. Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι ότι κατά την ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου (η ύψιστη στιγμή απόδοσης τιμής σε ένα έθνος) οι οπαδοί της ομάδας της γειτονικής χώρας προέβησαν σε προσβλητικές αποδοκιμασίες

Παίκτες και προπονητής στάθηκαν ψύχραιμοι και έφεραν το νικηφόρο (3-1) αποτέλεσμα.

Κυρίως, όμως, με την συμπεριφορά τους εξέθεσαν και την ομάδα και, εν πολλοίς, τη γειτονική χώρα στην διεθνή αθλητική κοινότητα.

Ο προπονητής, μάλιστα, του εθνικού συγκροτήματος δέχθηκε κέρμα στο κεφάλι στο τέλος του παιχνιδιού, ενέργεια που δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη από τους διοργανωτές του τουρνουά.

Το βίντεο, που δείχνει όλα αυτά, με τον κατάλληλο σχολιασμό πρέπει να διαδοθεί σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα.

Νομίζω πως η καλύτερη συμπεριφορά σε τέτοιου είδους φαινόμενα δεν είναι η ανταπόδοσή τους.

Η ασέβεια στην παρουσία ενός λαού είναι χαρακτηριστικό βαρβαρικών κοινωνικών συμπεριφορών. Μπορεί, ως Ελλάδα, να έχουμε αποδομηθεί αλλά και οι γειτονικοί μας λαοί βρίσκονται σε προνεωτερικές καταστάσεις.

Από τα Σκόπια, παρά την διαχρονική διαφορά στο θέμα της ονομασίας και της ταυτότητας, περιμέναμε καλύτερη συμπεριφορά. Αυτήν την εικόνα μας έδιναν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε.

Τα Σκόπια ξεχνούν κάτι που η ελληνική πλευρά δεν το τονίζει, ίσως καλώς. Αλλά έπρεπε να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη της γειτονικής χώρας. Στην κρίση του 2001 που απείλησε να διαλύσει την χώρα τους η Ελλάδα τους υποστήριξε. Και έμπρακτα.

Τείνουν, λοιπόν, και τα Σκόπια, να μοιάσουν της Τουρκίας  η οποία για λόγους επίσης πολιτισμικής καθυστέρησης καο οθωμανικής νοοτροπίας, με κρατική καθοδήγηση έστω και αν δεν φαίνεται, δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά στις 15 Αυγούστου.

Ο ακραίος εθνικιστής ναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτσί, στενός συνεργάτης του Ερντογάν, μαζί με την Αρζού Ερντέμ, επι τρεις θητείες βουλευτή του φασιστικοεθνικιστικού MHP, πρωτοστάτησαν στην κινητοποίηση του πληθυσμού στην περιοχή της Παναγίας Σουμελά για να μην φανεί η κρατική υποκίνηση. Στην Τουρκία τίποτε παρόμοιο δεν γίνεται χωρίς κρατική αποδοχή και σχεδιασμό.

Αρχικά μετετέθη η ημερομηνία λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά από τις 15 Αυγούστου στις 25 Αυγούστου με πολλές απαγορεύσεις και απαραίτητες άδειες που, μόλις, 100 άτομα την παρακολούθησαν προερχόμενα, κυρίως, από τη Γεωργία.

Δεν παρέστη ο Οικουμενικός Πατριάρχης και στη θέση του λειτούργησε ο Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως Στέφανος.

Ουσιαστικά, οι πιστοί εξεδιώχθησαν α λα τούρκα.

Η όλη υπόθεση συνδέεται απο ορισμένους αναλυτές με την περίφημη Διακήρυξη Φιλίας. Αν στο πλαίσιό της δεν είναι δυνατή η συνεννόηση για μια λειτουργία και μια παραδοσιακή επίσκεψη στον Πόντο, που θα ωφελούσε και τις επιχειρήσεις της περιοχής, τι να περιμένει κανείς απο το περιεχόμενο της διακήρυξης;

Την ίδια προκλητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα έχει και η Αλβανία.

Η ενεργοποίηση του αλβανικού εθνικισμού γίνεται αυτομάτως σε ό,τι έχει να κάνει με την Ελλάδα. Δεν ρωτούν τι συνέβη. Αρκεί ότι κάτι προέρχεται από την Ελλάδα.

Και οι Αλβανοί λησμονούν το πόσο βοήθησε την χώρα τους και το λαό τους η Ελλάδα τα δύσκολα χρόνια της μετάβασης από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, στην “δημοκρατία”.

Για να γίνει αντιληπτό το κλίμα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις ιδού μια παράγραφος ανάρτησης στα Αλβανικά του Έντυ Ράμα τις ημέρες που κορυφώθηκε η κρίση στη Χιμάρα. Ο Ράμα κατηγορείται ότι καταχράσθηκε 225 στρέμματα γης το χωριό Βουνό από όπου κατάγεται η μητέρα του. Γράφει στις πρώτες παραγράφους της ανάρτησή του ο Ράμα αναφερόμενος και στην Αθήνα:

«Την ώρα που η Χιμάρα μαζευόταν για να κάνει σαφή και αδιαμφισβήτητη την επιλογή που έκανε χθες, η κουζίνα των ελληνικών εξτρεμιστικών κύκλων, όπου μαγειρευόταν η μεγάλη σούπα ψέματος για τις περιουσίες στη Χιμάρα και τα κουτάβια εκείνων στα Τίρανα χωρίς γνώση, πίστη, θρησκεία και πατρίδα, συνέχισαν να παρουσιάζουν την ιστορία των περιουσιών της οικογένειας της μητέρας μου στο χωριό Βουνό της Χιμάρας.

Αυτοί εκεί κάτω στην Αθήνα δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι παρήλθε ο καιρός που στην Αλβανία μπορούσαν να χώνουν τα χέρια και τη μύτη τους για να κάνουν τη δουλειά μας μέσω υπηρετών και ευνούχων με εξουσία στα Τίρανα. Ενώ αυτοί εδώ, πάνω από τα Τίρανα, αφού παρήλθε η εποχή που μπορούσαν να καταπατήσουν με τα δύο πόδια κάθε νόμο και έθιμο, για να ληστέψουν ό,τι μπορούσαν υπό τη σκιά της εξουσίας, με νόμους και κυβερνητικές αποφάσεις κομμένα και ραμμένα στα συμφέροντα τους, για τα μέλη της οικογένειας και των οπαδών τους, θέλουν ντε και καλά να με εντάξουν στην άθλια κατηγορία των διεφθαρμένων, στην οποία ανήκουν πάντα με τον πιο άδοξο τρόπο.

Όπως είπα και δημόσια πριν λίγες μέρες, την επόμενη αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση αυτών δικών μας σκυλιών που γαυγίζουν συνεχώς, θα την καταθέσω στο δικαστήριο μόλις είναι έτοιμη. Αλλά επειδή αυτή η διαδικασία της κλοπής της περιουσίας από μέρος μου στο Βουνό με κυβερνητικές αποφάσεις, είναι ένα κακόβουλο κατασκεύασμα με όλη την αθλιότητά του, μοιράζομαι δημόσια μαζί σας ορισμένα στοιχεία που αποδεικνύουν πολύ πεισματικά, ότι όχι μόνο δεν είμαστε όλοι ίδιοι σε αυτά τα χαρακώματα της πολιτικής, αλλά ζούμε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους και έχουμε για την πολιτική και την εξουσία τόσο διαφορετικές  κοσμοθεωρίες όσο η μέρα με τη νύχτα».

Το ζήτημα είναι πως αντιδρά η Ελλάδα μπροστά στο φαινόμενο αυτό με τους λαούς και τις κυβερνήσεις τριών γειτονικών κρατών. Οι πολιτικές ηγεσίες των τριών βαλκανικών χωρών εισπράττουν πόντους από έναν τυφλό ανθελληνισμό.

Ανέλυσε το φαινόμενο η Αθήνα για να διαμορφώσει πολιτική;
Δεν νομίζω, πάντως, πως η λύση είναι η επίδειξη ανάλογης συμπεριφοράς. Θα είναι τραγικά αδιέξοδη.

Είναι καλύτερη η ψύχραιμη αντιμετώπισή τους, η προβολή της πολιτισμικής τους υστέρησης διεθνώς και η σοβαρή ανάλυση του γιατί συμβαίνουν αυτά και του πως μπορεί να αλλάξει το κλίμα.

Φοβάμαι πως η Αθήνα ούτε μπορεί ούτε θέλει να ασχοληθεί με τη γειτονιά της.

Έχει επικρατήσει στην ελληνική πρωτεύουσα ένας πολιτικός επαρχιωτισμός που θεωρεί την ενασχόληση με τα Βαλκάνια δευτερεύουσας σημασίας υπόθεση. Αμφιβάλλω, όμως αν, μετά την απώλεια ή την συνταξιοδότηση στελεχών που είχαν το ενδιαφέρον και την ικανότητα να διαμορφώσουν πολιτική, έχει η σημερινή πολιτική και κρατική ηγεσία την ικανότητα αυτή.

(από anixneuseis.gr)