Το γεγονός ότι συνυπήρχε για πολλά χρόνια στις ίδιες σελίδες γνώμης με τον Αντώνη Καρκαγιάννη ή τον Γιώργο Κουμάντο αποτύπωνε μια παλιά, παραδοσιακή «συνταγή» που κληρονομήσαμε και που βασίζεται στην αρχή ότι σε μια εφημερίδα πρέπει να χωρούν και να φιλοξενούνται όσο περισσότερες διαφορετικές απόψεις. Ηταν άλλωστε απίστευτα γοητευτικό να ακούς αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν μεταξύ τους πολιτικά ή υπαρξιακά ζητήματα με ένταση, ενίοτε πάθος, αλλά σεβόμενοι πάντοτε τον πολιτισμό του διαλόγου. Σε μια εποχή που το βάθος της σκέψης δεν χωράει στο TikTok και που ο διάλογος διεξάγεται με κραυγές και διαδικτυακές μπουνιές, ο Γιανναράς ακουγόταν απελπιστικά ντεμοντέ σε κάποιους.
Δεν ήταν όμως. Ο Γιανναράς ήταν ένας άνθρωπος βαθιά συντηρητικός, αλλά ταυτόχρονα και ανήσυχος. Μου έκανε, για παράδειγμα, πάντοτε εντύπωση πόσο φρέσκες ήταν οι ιδέες που ήθελε να μοιραστεί μαζί μας για το τι έπρεπε να αλλάξει ή να προστεθεί στην «Κ». Δεν ήταν ποτέ αυτό που θα περίμενες από εκείνον.
Ομολογώ ότι σοκαρίστηκα από τα όσα βάρβαρα και άναρθρα έγραψαν ορισμένοι χούλιγκαν του Διαδικτύου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τον θάνατό του. Δεν σεβάστηκαν, αλλά ούτε και κατάλαβαν τίποτα από τα γραπτά του. Είναι προφανώς η λάθος εποχή να πεθάνεις αν είσαι δημόσιο πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς.
Καθώς τον αποχαιρετίζαμε ανακαλούσα στη μνήμη μου μερικά γραπτά του που έσπαγαν κόκαλα και εξαγρίωναν πολλούς πολιτικούς μας. Οι πιο αστείοι ήταν εκείνοι που τον εκθείαζαν πριν αναλάβουν θέσεις εξουσίας και έλεγαν συχνά «μπράβο για τον Γιανναρά, σπουδαία πένα». Μόλις αποκτούσαν κάποια θέση και τους καταχέριαζε σε κάποιο άρθρο, οι ίδιοι άνθρωποι μας έλεγαν «μα τι τον θέλετε τον Γιανναρά;».
Ακριβώς γι’ αυτό… Για να ταρακουνάει τη σκέψη μας, ενίοτε να μας θυμώνει και να γράφει σκληρά πράγματα που εξαγρίωναν συχνά τους κυβερνώντες…
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)