Γερμανία: Μελέτη Δείχνει Ότι Θα Είχε Πετύχει Ίδια Μείωση Εκπομπών και με Μικρότερο Κόστος Χωρίς Κλείσιμο Πυρηνικών Εργοστασίων

Γερμανία: Μελέτη Δείχνει Ότι Θα Είχε Πετύχει Ίδια Μείωση Εκπομπών και με Μικρότερο Κόστος  Χωρίς Κλείσιμο  Πυρηνικών Εργοστασίων
του Δημήτρη Φάρου
Τρι, 10 Σεπτεμβρίου 2024 - 14:32

Μία πιο ισορροπημένη πολιτική σε σχέση με την πυρηνική ενέργεια θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει η Γερμανία, αντί για την πλήρη εγκατάλειψή της, τον Απρίλιο του 2023. Αυτό δείχνει πρόσφατη επιστημονική μελέτη, η οποία υπογραμμίζει ότι η μείωση των εκπομπών άνθρακα ήταν, τελικά, μόνο οριακά μεγαλύτερη σε σχέση με τα επίπεδα που θα είχαν επιτευχθεί αν είχε διατηρηθεί η ηλεκτροπαραγωγή από πυρηνική ενέργεια

Επιπλέον σημειώνει ότι, αν η χώρα είχε επενδύσει σε νέα πυρηνική εγκατεστημένη ισχύ αντί για ΑΠΕ, θα είχε όχι μόνο επιτύχει πολύ μεγαλύτερη μείωση εκπομπών αλλά θα είχε εξοικονομήσει και 330 δις ευρώ.

Στις αρχές του αιώνα, η Γερμανία ξεκίνησε το φιλόδοξο σχέδιο “Die Energiewende” (γερμανιστί: «Η Ενεργειακή Μετάβαση»), το οποίο προέβλεπε την μαζική επέκταση της ηλιακής και αιολική ενέργειας, χάρη στο οποίο η οικονομική «ατμομηχανή της Ευρώπης» κατάφερε να μειώσει της εκπομπές άνθρακα κατά 25% το 2022 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2002. Ωστόσο, η πλήρης εξάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, βάσει του Energiewende, από το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας αύξησε, την ίδια περίοδο, το ενεργειακό της κόστος κατά 600 δις ευρώ.

Μπορεί το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων της Γερμανίας να ήταν ένα πάγιο αίτημα των «Πρασίνων» και γενικά του γερμανικού αλλά και του πανευρωπαϊκού οικολογικού κινήματος, ωστόσο μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο στο “International Journal of Sustainable Energy” υποστηρίζει ότι το κέρδος ήταν μάλλον αμελητέο τόσο για τους καταναλωτές όσο και το περιβάλλον.

Το 2002, η πυρηνική ενέργεια παρείχε περίπου το ένα πέμπτο της ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας. Αν και συχνά στο δημόσιο διάλογο υποστηρίζεται ότι οι ΑΠΕ θα μπορούσαν εύκολα να καλύψουν το κενό από την εγκατάλειψη της ατομικής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή, ωστόσο, στην πράξη, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη: Μόλις τεθούν σε λειτουργία, οι πυρηνικοί αντιδραστήρες παρέχουν αξιόπιστη, προσιτή ισχύ «φορτίου βάσης», καθώς παράγουν ηλεκτρική ενέργεια που είναι διαθέσιμη όλη την ώρα. Αντίθετα, οι ΑΠΕ δεν εμφανίζουν την ίδια συνέπεια με την πυρηνική ενέργεια καθώς εμφανίζουν στοχαστικότητα, δηλαδή μεγάλες αυξομειώσεις στην ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από αυτές μέσα στην ημέρα.

Και δεδομένου ότι μια προηγμένη οικονομία όπως η Γερμανία απαιτεί ένα απολύτως αξιόπιστο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, μετά το οριστικό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών (ο τελευταίος έκλεισε πέρυσι τον Απρίλιο) οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον άνθρακα και το φυσικό αέριο έχουν επιστρατευθεί ώστε να καλύψουν τις διακυμάνσεις της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας.

Η νέα ανάλυση δείχνει ότι, εάν οι Γερμανοί απλώς διατηρούσαν τον στόλο των αντιδραστήρων που διέθεταν το 2002 μέχρι το 2022, θα μπορούσαν να είχαν εξοικονομήσει περίπου 600 δισεκατομμύρια δολάρια. Κι αυτό γιατί, εκτός από το κόστος κατασκευής τους, η διείσδυση των ΑΠΕ απαίτησε ακριβές αναβαθμίσεις του δικτύου και επιδοτήσεις. Επιπλέον, σε αυτό το υποθετικό σενάριο όπου η πυρηνική ενέργεια θα παρέμενε στο ισοζύγιο της Γερμανίας, η χώρα θα είχε επιτύχει σχεδόν την ίδια μείωση στις εκπομπές άνθρακα.

Μάλιστα, από την πλευρά του, ο Jan Emblemsvåg, καθηγητής Πολιτικών Μηχανικών στο Πολυτεχνείο της Νορβηγίας και ο αρχιτέκτονας της ομάδας που κατήρτισε τη μελέτη, υπολόγισε, – από περιέργεια, τι θα είχε συμβεί αν οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την επέκταση των ΑΠΕ στην κατασκευή νέας πυρηνικής δυναμικότητας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του καθηγητή Emblemsvåg, κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα μείωση στις εκπομπές άνθρακα κατά 73% μεγαλύτερη από αυτή που επετεύχθη το 2022, ενώ ταυτόχρονα θα είχαν καταφέρει να εξοικονομήσουν 330 δις ευρώ σε σύγκριση με το τεράστιο κόστος της Energiewende.

Διασταυρώνοντας τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, η μελέτη εκτιμά τις συνολικές ονομαστικές δαπάνες για τις ΑΠΕ ανάμεσα στο 2002 και το 2022 σε 387 δις ευρώ και τις σχετικές επιδοτήσεις σε περίπου 310 δις ευρώ, με τις συνολικές ονομαστικές δαπάνες να ανέρχονται σε 696 δις ευρώ.