Εν συντομία, σύμφωνα με τα διεθνή νομικά δεδομένα οι διαστημικές δραστηριότητες υπάγονται στις διατάξεις της Συνθήκης για το Εξωατμοσφαιρικό Διάστημα (OST, 1967), που ορίζει –στο Άρθρο Ι– ότι η εξερεύνηση και χρήση του διαστήματος γίνεται προς το όφελος και συμφέρον όλων των χωρών, καθώς αυτό ανήκει «εις την δικαιοδοσία ολοκλήρου της ανθρωπότητος» (Ν.Δ. 670/1970 – κύρωση της Συνθήκης από την χώρα μας). Επίσης, κατά το Άρθρο ΙΙ, «το διάστημα, συμπεριλαμβανομένης της Σελήνης και των ουράνιων σωμάτων, δεν υπόκειται σε εθνική ιδιοποίηση με αξίωση κυριαρχίας, μέσω χρήσης ή κατοχής, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο». Ο κανόνας, περί απαγόρευσης της ιδιοποίησης του διαστήματος είναι σαφής. Είχε εξάλλου χρησιμοποιηθεί για την απόρριψη, από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας, της Διακήρυξη της Μπογκοτά (1976) –δια της οποίας οκτώ κράτη του Ισημερινού είχαν διεκδικήσει την αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων επί τμημάτων γεωστατικής τροχιάς πάνω από τα εδάφη τους–, καθώς το αίτημα είχε κριθεί νομικά και επιστημονικά απαράδεκτο βάσει του Άρθρου ΙΙ (Gorove 1979).
Πιο πρόσφατα, το Συμβούλιο Επικρατείας του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε (με αφορμή την υιοθέτηση νόμου, το 2017, κατά το άρθρο 1 του οποίου οι διαστημικοί πόροι μπορούν να αποτελούν αντικείμενο ιδιοκτησίας), πως η αναγνώριση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί διαστημικών πόρων είναι εν γένει προβληματική, λόγω δυσκολίας διάκρισης μεταξύ προστασίας των τόπων εξόρυξης και τυχόν προσπάθειας ιδιοποίησης των εν λόγω τμημάτων των ουρανίων σωμάτων, που απαγορεύεται ρητά από την OST (Γνώμη Συμβουλίου της Επικράτειας του Λουξεμβούργου 51.987- 7ης Απριλίου 2017). Με τις κρίσιμες όμως ανακαλύψεις των τελευταίων ετών –όπου σύμφωνα με ειδικούς, σε δέκα από τους χιλιάδες αστεροειδείς που παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον οι επιχειρήσεις εξόρυξης είναι εν δυνάμει εφικτές, με πιθανολογούμενο κέρδος πάνω από 1,5 τρισ. δολάρια (Yarlagadda 2022)–, οι πιέσεις ιδιωτικοοικονομικών συμφερόντων για επανεξέταση του σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου όλο και αυξάνονται, οδηγώντας σε σημαντικές νομικές εξελίξεις.
Έτσι, στο πλαίσιο μιας πρώτης κατηγορίας πρωτοβουλιών, προωθήθηκαν μεμονωμένα προτάσεις για την ρύθμιση τέτοιων δραστηριοτήτων, όπως π.χ. τα Building Blocks for the Development of an International Framework on Space Resource Activities (του πανεπιστήμιο του Leiden, 2019), ή τα Best Practices for Sustainable Lunar Activities της οργάνωσης Moon Village Association (2021). Εντός αυτής της κατηγορίας, ιδιαίτερο βάρος έχει η πρόταση των ΗΠΑ-NASA, γνωστή ως «Συμφωνίες Άρτεμις» (Artemis Accords), του 2020. Οι εν λόγω Συμφωνίες αποτελούνται από κανόνες που εντάσσονται σε 13 ενότητες με στόχο την ενίσχυση της διακυβέρνησης της εξερεύνησης και χρήσης του διαστήματος (Πλειώνης, Κοσκινά 2024), ορισμένοι δε εκ των οποίων αφορούν στη ρύθμιση των δραστηριοτήτων εξόρυξης και εκμετάλλευσης διαστημικών πόρων επιδιώκοντας την συμπλήρωση της OST που είναι, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, μη περιεκτική (Henderson, Neumann 2023). Επί του αποτελέσματος, με 43 χώρες να έχουν προσχωρήσει σε αυτές, εκ των οποίων και η Ελλάδα στις 9.2.2024, οι «Συμφωνίες Άρτεμις» δεσμεύουν μόνο τις χώρες που τις έχουν υπογράψει. Έτσι, τα υπόλοιπα κράτη δεν υποχρεούνται να τηρούν τους εν λόγω κανόνες κατά την υλοποίηση των διαστημικών τους δραστηριοτήτων, γεγονός που ανοίγει το δρόμο στον κατακερματισμό του διεθνούς δικαίου, και σε πιθανές αντικρουόμενες πρακτικές, με ορατή εξέλιξη έναν νέο διεθνή ανταγωνισμό για εμπορευματοποίηση του διαστήματος – με απρόβλεπτες συνέπειες.
Σε μια δεύτερη κατηγορία πρωτοβουλιών εντάσσονται οι διεθνείς προσπάθειες στο πλαίσιο του ΟΗΕ καθώς τέθηκε, από το 2016, το θέμα της επανεξέτασης του σχετικού ρυθμιστικού πλαισίου στην ατζέντα της αρμόδιας νομικής υποεπιτροπής για θέματα διεθνούς δικαίου του διαστήματος (UNCOPUOS LSC). Η δε ομάδα εργασίας που συστήθηκε για αυτό το σκοπό (Working Group on Legal Aspects of Space Resource Activities) έχει ξεκινήσει εργασίες, με σκοπό την κατάθεση προτάσεων αρχών που θα διέπουν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες μέχρι το 2027. Ήδη, ένας σημαντικός αριθμός χωρών που δραστηριοποιούνται στο διάστημα (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία κα) έχει δείξει ενδιαφέρον να συμμετάσχει στις συζητήσεις αυτές.
Ενδεικτικά, οι ΗΠΑ επαναδιατύπωσαν την άποψη πως θα πρέπει να επικρατήσει η – δικολαβική κατά την άποψη μας – ερμηνεία κατά την οποία το Άρθρο ΙΙ δεν απαγορεύει την αφαίρεση και εκμετάλλευση πόρων από τα ουράνια σώματα, παρά μόνο (απαγορεύει) την ιδιοποίηση πόρων όσο αυτά παραμένουν μέρος των ουράνιων σωμάτων – ήτοι την ιδιοποίηση in situ τμημάτων ουρανίων σωμάτων (ΗΠΑ 2023). Η Κίνα τράβηξε όμως και αυτή την προσοχή της διεθνούς κοινότητας καθώς εξέφρασε την θέση κατά την οποία, δεδομένης της απαγόρευσης ιδιοποίησης του διαστήματος και των ουρανίων σωμάτων του Άρθρου ΙΙ που δεν δείχνει να αμφισβητεί, κάθε ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να δέχεται και να είναι σύμφωνο με τον ως άνω σαφή κανόνα (SpaceNews 2024).
Από τα παραπάνω προκύπτουν λοιπόν δύο βασικές προσεγγίσεις επί του θέματος, με τις μεγάλες διαστημικές δυνάμεις μάλλον να διαφωνούν μεταξύ τους˙ φαίνεται δηλαδή πως θα χρειαστεί αρκετός χρόνος μέχρι να τελεσφορήσουν οι συζητήσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Είναι όμως ο ενδεδειγμένος, και ίσως ο μόνος τρόπος για την δημιουργία κοινά αποδεκτού ρυθμιστικού πλαισίου. Οι δε προτάσεις που προωθούνται μεμονωμένα δεν μπορούν να αποτελέσουν μια (έστω μεταβατική) λύση, καθώς έχουν σημαντικές νομικές αδυναμίες. Για παράδειγμα, δεν περιέχουν ρυθμίσεις για την επίλυση τυχόν διαφορών στο πλαίσιο των επίμαχων δραστηριοτήτων, δεν καθορίζεται αρμόδιο όργανο για τον συντονισμό τους, ούτε ποινές σε περίπτωση παράνομων συμπεριφορών κλπ. Επιπλέον, οι προσπάθειες προώθησής τους δείχνουν να αποσιωπούν το γεγονός ότι βάσει της OST –που επιτρέπει την εκμετάλλευση των διαστημικών πόρων (Άρθρο Ι), προς όφελος όμως όλων των χωρών και της ανθρωπότητας, βάσει της ισότητας και της δικαιοσύνης– έχει ήδη υιοθετηθεί πλαίσιο για την εκμετάλλευση μέρος αυτών, όπως για τη χρήση του ραδιοφάσματος και των δορυφορικών τροχιών, που είναι επιτρεπτή υπό την ευθύνη και τον συντονισμό της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU), της οποίας η ιδρυτική συνθήκη ορίζει πως οι ραδιοσυχνότητες και οι συνδεδεμένες τροχιές αποτελούν πεπερασμένους πόρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται με ορθολογικό και οικονομικό τρόπο (Άρθρο 44.2)˙ όπως γίνεται εδώ και δεκαετίες με πλήρη αποτελεσματικότητα.
Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος που εγκυμονούν οι παραπάνω μεμονωμένες προτάσεις είναι μεν αυτός του κατακερματισμού των πρακτικών των χωρών και του ρυθμιστικού πλαισίου, αλλά και ο κίνδυνος διενέξεων ή και χρήσης ένοπλης βίας για την προστασία σημείων εξόρυξης επί των ουράνιων σωμάτων. Σε μια εποχή όπου ο πολιτικός, οικονομικός αλλά και στρατιωτικός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων δυνάμεων οξύνεται διαρκώς, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν σημαντικά την δύναμή τους ανερχόμενες διαστημικές χώρες, είναι απαραίτητο – για το μέλλον της ανθρωπότητας – να επικρατήσει το διεθνές δίκαιο και κυρίως να γίνουν σεβαστοί κανόνες και αρχές που εξασφάλισαν την ειρηνική χρήση του διαστήματος για πάνω από μισό αιώνα.
*Ο Μανώλης Πλειώνης είναι Καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, καθώς και Διευθυντής και Πρόεδρος Δ.Σ. του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η Δρ. Ανθή Κοσκινά είναι Νομικός Διαστημικού Δικαίου.
(Πηγή: Η Καθημερινή)