σχημάτιζε κυβέρνηση. Μελλοντικώς ακόμη και με την πατριωτική δεξιά (ΕΛ.ΛΥΣΗ 8,1%). Είναι προφανές ότι η εποχή των αυτεξουσίων κυβερνήσεων ανήκει οριστικώς στο παρελθόν.
Η ΝΔ πλήρωσε τα επίχειρα του Γάμου των ομοφύλων, την εσφαλμένη ηλεκτρική πολιτική, τον πληθωρισμό του ευρώ, την κατάρρευση του ΕΣΥ και την ανθελληνική εξωτερική πολιτική του κ Γεραπετρίτη,
Ο κ. Κυρ.Μητσοτάκης σπατάλησε το πολιτικό κεφάλαιο που απέκτησε από την έλλειψη πολιτικού αντιπάλου με την γνωστή αλαζονεία των Κολεγιοπαίδων. Τώρα θα πρέπει ν’αρχίσει να ψάχνει για κυβερνητικό συνεταίρο γιατί κανείς δεν ξέρει τι τέξεται η (πολιτική) επιούσα.
Εν τούτοις, ο ΚΜ θα μπορούσε να κάνει μία κίνηση που θα εξασφάλιζε μία κάποια πολιτική σταθερότητα στην χώρα: την αλλαγή του εκλογικού νόμου, με αύξηση του ορίου εισόδου των κομμάτων στην βουλή από το 3% στο 5% των ψηφισάντων. Ισχύει και στην Γερμανία, αν κι εκεί η θέση του καγκελαρίου της Γερμανικής ομοσπονδίας είναι διασφαλισμένη μέχρις ότου ευρεθή αντικαταστάτης , εψηφισμένος από την βουλή (Μπούντεσταγκ).
Εδώ, ίσως χρειάζεται και η διαφοροποίηση της εκλογικής περιφερείας, μεταξύ βορείου και νοτίου Ελλάδος. Για λόγους εθνικούς.
Η ανικανοποίηση του δημοσκοπημένου κοινού περιλαμβάνει (στο 71% !) για πρώτη φορά τον όρο «Κρίση θεσμών». Όπερ αναφέρεται προφανώς στις παρεμβάσεις της κυβερνήσεως στην δικαιοσύνη (διάβαζε το έγκλημα των Τεμπών κι η παρακολούθηση των κινητών τηλεφώνων).Την ακεραία ευθύνη φέρει η κουστωδία του Μαξίμου.
Η επομένη συνταγματική μεταρρύθμιση πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και του τρόπου επιλογής των ανωτάτων δικαστών όπως και την κατάργηση του νόμου Τούρκογλου, περί της (αν)ευθύνης των υπουργών, ώστε να παύσει το ακαταδίωκτο των αδικημάτων τους. Κι επειδή η ανάγκη κατοχυρώσεως των θεσμών είναι δύσκολό να επιτευχθή από ασθενείς κοινοβουλευτικώς κυβερνήσεις, είναι η τελευταία ευκαιρία να υπερβεί εαυτόν ο πρωθυπουργός και να προσφέρει τουλάχιστον αυτήν την υπηρεσία στην πολιτική ζωή του τόπου.
Η στροφή του εκλογικού σώματος προς την πατριωτική δεξιά είναι αναπόδραστο προϊόν της χαλαράς μεταναστευτικής πολιτικής που επέβαλε στην Ελλάδα η φράου Μέρκελ και η οποία συνεχίζεται αμείωτη σήμερα.