Με τους σχετικούς δείκτες να εγείρουν ανησυχίες για την ευρωστία της κινεζικής οικονομίας, το Πεκίνο καλείται να αντιμετωπίσει ένα νέο διεθνές κύμα μέτρων— μία επιδημία δασμών. Μετά τις αναπτυγμένες αγορές της Δύσης, μία σειρά αναπτυσσόμενων κρατών επιβάλλουν δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές προκειμένου να προστατεύσουν τους εγχώριους παραγωγούς και να προσελκύσουν κινεζικές επενδύσεις

Η αναδυόμενη αυτή εικόνα δημιουργεί σοβαρά διλήμματα για την κινεζική ηγεσία, καθώς η εγχώρια ζήτηση αδυνατεί να καλύψει την τεράστια προσφορά.

Η επιβολή δασμών από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, και άλλες δυτικές κυβερνήσεις αποτελεί πλέον μία καθημερινή είδηση και καταδεικνύει το μέλλον των σινο-δυτικών σχέσεων. Ωστόσο, η Κίνα αναγκάζεται πλέον να διαχειριστεί και αρκετά νέα και απρόσμενα πλήγματα: Οι αναπτυσσόμενες χώρες, πολλές από τις οποίες θεωρούνταν στενοί εταίροι του Πεκίνου, αρχίζουν να υιοθετούν την ίδια στρατηγική.

Από την Αφρική, τη Νότια Αμερική, μέχρι και τη Νοτιοανατολική Ασία, αρκετές κυβερνήσεις ακολουθούν το παράδειγμα των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον. Οι αποφάσεις αυτές δεν είναι οργανωμένες, ούτε “υποκινούμενες” απαραίτητα, αλλά προκαλούν σοβαρά εμπόδια στην καθιερωμένη προσέγγιση της Κίνας. Οι δασμοί τείνουν να στοχοποιούν ορισμένα στρατηγικής σημασίας προϊόντα, όπως ο χάλυβας και τα φωτοβολταϊκά, δύο τομείς στους οποίους η Κίνα κατέχει την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία διεθνώς.

Οι λόγοι που τα αναπτυσσόμενα κράτη εφαρμόζουν αυτή την πολιτική είναι εύκολα αντιληπτοί: Αφενός, επιθυμούν να προστατεύσουν τους εγχώριους παραγωγούς και κατ’επέκταση την εγχώρια ανάπτυξη. Αφετέρου, επιθυμούν να πιέσουν την Κίνα ώστε να προχωρήσει σε άμεσες επενδύσεις στη χώρα τους. Το δεύτερο αυτό σκέλος είναι ιδιαίτερα κρίσιμο μετά το τέλμα στο οποίο έχει πέσει και το ‘Belt & Road Initiative’, το οποίο υποσχόταν μαζικές κινεζικές επενδύσεις στις υποδομές των αναπτυσσόμενων κρατών, πολλές από τις οποίες δεν έχουν ευοδωθεί ακόμα.

Παράλληλα, τα κράτη αυτά έχουν ορισμένα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα που μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα για το Πεκίνο. Για παράδειγμα, η Τουρκία, η οποία χρησιμοποίησε την απειλή επιβολής δασμών 40% στα ηλεκτρικά οχήματα, καταφέρνοντας να προσελκύσει ένα εργοστάσιο της κινεζικής ηγέτιδας στον κλάδο, BYD. Πέρα από τον ταχέως αναπτυσσόμενο πληθυσμό της Τουρκίας, η Άγκυρα μπορεί να προσφέρει στη BYD και μία διέξοδο προς την ευρωπαϊκή αγορά, καθώς συμμετέχει στο ειδικό τελωνειακό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα.

Μολαταύτα, η νέα αυτή τάση δημιουργεί σοβαρές επιπτώσεις για το οικονομικό μοντέλο της Κίνας. Όπως είναι γνωστό, η Κίνα κατάφερε να αναπτυχθεί με πρωτοφανείς ρυθμούς καθώς μετατράπηκε στο μεγαλύτερο παραγωγικό και εξαγωγικό κέντρο. Όμως, η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς δεν μπορούσε ποτέ να ακολουθήσει τους ρυθμούς της παραγωγής. Επομένως, η Κίνα δεν μπορεί να βασιστεί στην εγχώρια κατανάλωση για να απορροφήσει την παραγωγή της.

Το πρόβλημα αυτό έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια με τις πρακτικές ντάμπινγκ που εφαρμόζει το Πεκίνο. Κλάδοι όπως τα EVs και τα φωτοβολταϊκά περνούν βαθιά κρίση καθώς οι κρατικές επιδοτήσεις οδήγησαν σε έκρηξη της παραγωγής, η οποία κατέκλυσε τις ξένες αγορές και εντέλει μείωσε τις τιμές σε βαθμό που πλέον πλήττουν όλους τους κατασκευαστές. Η επιβολή δασμών που περιορίζει την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών σε ξένες αγορές σημαίνει πως πολλές κινεζικές επιχειρήσεις δεν θα επιβιώσουν.

Καθώς η κινεζική ηγεσία έρχεται αντιμέτωπη με αυτό και άλλα οικονομικά προβλήματα— όπως η φούσκα στον κατασκευαστικό τομέα— το μέλλον της κινεζικής οικονομίας διαγράφεται αβέβαιο. Το σίγουρο είναι πάντως ότι μία παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Κίνα θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία ευρύτερα.