Σήμερα, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ενώπιων σοβαρότατων προκλήσεων. Τα δύο πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, οι πληθωριστικές πιέσεις, τα υψηλά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και οι μάχες που καθημερινά δίδονται στις χρηματιστηριακές αγορές καθιστούν δύσβατο το μονοπάτι προς την ανάπτυξη.
Η Ευρώπη καλείται να αποφύγει τον σκόπελο της ύφεσης, καθιστώντας ταυτόχρονα την οικονομία της ανταγωνιστική, κυρίως έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να δίδουν καθένα τον δικό του εθνικό αγώνα.
Η Ελλάδα σε αυτή την πραγματικά έκρυθμη κατάσταση εμφανίζει σημαντικά αποθέματα δυνάμεων, με το ΑΕΠ να αναπτύσσεται με σαφώς υψηλότερο ρυθμό του μέσου ευρωπαϊκού επιπέδου.
Αν δεν λείπει κάτι για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας είναι οι κεφαλαιακοί πόροι. Οι πηγές χρηματοδότησης δείχνουν πλήρως εξασφαλισμένες, τουλάχιστον στο σκέλος των μηχανισμών, και απολύτως επαρκείς για την απρόσκοπτη υλοποίηση του στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδιασμού της κυβέρνησης. Ως εργαλεία χρηματοδότησης ξεχωρίζουν το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το ΕΣΠΑ, η νέα ΚΑΠ, αλλά και τα νέα κεφάλαια που εισρέουν από μηχανισμούς όπως η EBRD, η ΕΤΕπ, η ΕΑΤ και φυσικά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Πρόκειται για πόρους που δρουν συμπληρωματικά στα κεφάλαια, τα οποία τοποθετούν στην ελληνική οικονομία εγχώριοι και ξένοι επενδυτές.
Κρίσιμο στοιχείο, αυτό το οποίο θα κρίνει την τελική έκβαση της προσπάθειας που καταβάλλει σύσσωμη η αγορά για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι άλλο από τον τρόπο διανομής των σχετικών κονδυλίων. Τα διαθέσιμα θα πρέπει να διαχυθούν σε βάθος, θα πρέπει να φθάσουν ει δυνατόν μέχρι και την τελευταία μικρομεσαία – μικρή επιχείρηση της χώρας, ώστε άπαντες να επωφεληθούν, συμμετέχοντας, τελικά, όχι μόνο στην ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά και στην παραγόμενη υπεραξία. Οι διαχειριστές των διαθέσιμων πόρων καλούνται να επιδείξουν ορθολογισμό, σύνεση και δικαιοσύνη με τις αποφάσεις που θα λάβουν, εξασφαλίζοντας, πέραν των άλλων, ότι δεν θα χαθεί ούτε ένα ευρώ. Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων επιβάλλεται να φθάσει στο 100%.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να περνάει μέσα από τις μεγάλες, τις λεγόμενες στρατηγικές επενδύσεις, οι οποίες απορροφούν σημαντικούς κεφαλαιακούς πόρους, δημιουργήσουν –μαζικά– νέες θέσεις εργασίας και δίνουν την κύρια ώθηση στην οικονομία, ωστόσο καθοριστικός παραμένει και ο ρόλος των μικρών εταιρικών σχημάτων που κατακλύζουν κυρίως τις τοπικές αγορές, αλλά και τα μεγάλα αστικά κέντρα, στηρίζοντας την οικονομία μέχρι και το τελευταίο σημείο της επικράτειας. Ανάλογα καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η μεσαία τάξη της αγοράς, η οποία γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ των «μικρών» και των ισχυρών δυνάμεων του εγχώριου επιχειρείν, προσδίδοντας στην οικονομία το πραγματικά πολύτιμο στοιχείο της ισόρροπης ανάπτυξης.
Τομείς όπως η πράσινη ενέργεια, τα εναλλακτικά καύσιμα, η κυκλική οικονομία, ο πρωτογενής τομέας, οι υποδομές, ο τουρισμός, το R&D, η καινοτομία, τα οργανωμένα δίκτυα, η ιδιωτική ασφάλιση, οι νέες τεχνολογίες και οι πληροφορική κερδίζουν συνεχώς το επενδυτικό ενδιαφέρον, με τη Γερμανία να πρωτοστατεί ως εθνικός επενδυτής για την Ελλάδα.
Η τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ, που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, ανέδειξε τον ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της Γερμανίας στην προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Βάσει σχετικών στοιχειών, η συμβολή της ελληνογερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας στο ΑΕΠ υπολογίστηκε στα 7,9 δισ. ευρώ, ενώ οι πολλαπλασιαστές του ΙΟΒΕ έδειξαν ότι για κάθε 1 ευρώ ΑΕΠ που παράγουν οι ελληνογερμανικές επιχειρήσεις το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1,6 ευρώ, και κάθε μία θέση εργασίας σε εταιρεία της ελληνογερμανικής κοινότητας στηρίζει 2,4 θέσεις στο σύνολο της οικονομίας.
Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, που φέτος εορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, έχοντας βαθιά γνώση των οικονομικών σχέσεων που καλλιεργούν τον τελευταίο αιώνα οι δύο χώρες, αλλά και των πραγματικών αναγκών της αγοράς, θα συνεχίσει να επενδύει πόρους και χρόνο, με μοναδικό στόχο πώς Ελλάδα και Γερμανία θα έρθουν ακόμη πιο κοντά, πώς θα παραγάγουν τη μέγιστη δυνατή υπεραξία, πώς θα στηρίξουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες τους, πώς θα συμβάλουν στη γενικότερη προσπάθεια της Ευρώπης να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις αρνητικές διεθνείς συγκυρίες και να καταστήσει την οικονομία της όχι απλώς βιώσιμη, αλλά εντόνως αναπτυσσόμενη.
Το μήνυμα αυτό περνάει, εξάλλου, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο και μέσω της φετινής ΔΕΘ, όπου η Γερμανία φιλοξενείται ως τιμώμενη χώρα. Ενα μήνυμα που θα ηχεί και τα επόμενα χρόνια, διότι μόνο μέσω κοινών – διακρατικών συνεργειών στον χώρο της οικονομίας η Ευρώπη θα παραμείνει ρυθμιστής των διεθνών εξελίξεων.
*O κ. Βασίλειος Γούναρης είναι πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)