Μυστηριώδεις θάνατοι, επιχειρηματικοί πόλεμοι, και υπαρξιακή αγωνία με φόντο τον Αρκτικό Κύκλο: Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα δημοφιλές ψυχολογικό θρίλερ από εκείνα που αγαπούν οι Σκανδιναβοί, αν δεν ήταν η ιστορία της Northvolt. Μέχρι πρόσφατα, η σουηδική εταιρεία θεωρούταν το δυνατό χαρτί της Ευρώπης στον κρίσιμο κλάδο των μπαταριών. Ωστόσο, μία σειρά ατυχών συγκυριών την έχει μετατρέψει στο πιο γνωστό παράδειγμα προς αποφυγή για την ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα

Η Northvolt ιδρύθηκε το 2015 από δύο πρώην στελέχη της Tesla, άνοιξε το πρώτο εργοστάσιό της το 2021, και το 2024 αποτελεί τη μη εισηγμένη εταιρεία με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην Ευρώπη, έχοντας συγκεντρώσει πάνω από 17 δις δολάρια. Αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen και BMW, επενδυτικοί κολοσσοί όπως η Goldman Sachs και η BlackRock, αλλά και οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και του Καναδά, είχαν χρηματοδοτήσει τη σουηδική κατασκευάστρια μπαταριών, ποντάροντας στην αυξανόμενη ζήτηση που θα προκαλούταν από την πράσινη μετάβαση. Σήμερα, όμως, η Northvolt αγωνίζεται ενάντια στον χρόνο ώστε να εξασφαλίσει πρόσθετη χρηματοδότηση, έχοντας αναγκαστεί να περικόψει πολλά επενδυτικά σχέδια και με την κυβέρνηση της Σουηδίας να έχει αποκλείσει την πιθανότητα κρατικής διάσωσης της επιχείρησης.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως οι ιδιοκτήτες της Northvolt είναι άτυχοι. Ο κατεξοχήν πελάτης της Northvolt, δηλαδή ο τομέας της ηλεκτροκίνησης, περνά μία παρατεταμένη περίοδο ύφεσης εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει το τέλος της. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες είχαν υποβάλει παραγγελίες που έφταναν τα 50 δις στη Northvolt, αναγκάζονται πλέον να αναθεωρήσουν τα δικά τους σχέδια για το μέλλον της αυτοκίνησης. Πολλοί από αυτούς αλλάζουν στόχευση, επιστρέφοντας στα συμβατικά καύσιμα ή ερευνώντας εναλλακτικά καύσιμα, και αφήνουν την ηλεκτροκίνηση σε δεύτερο ρόλο. Παράλληλα, η άνοδος των επιτοκίων— η οποία φαίνεται να αντιστρέφεται σταδιακά— είχε καταστήσει πολύ πιο ακριβό τον δανεισμό. Ειδικά για μία εταιρεία που είχε δανειστεί περί τα 9,3 δις χωρίς να έχει να επιδείξει κάποιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η Northvolt δεν αγωνίζεται σε μία ισότιμη αρένα. Οι Ασιάτες κατασκευαστές, και ειδικά οι Κινέζοι, κατέχουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς και έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν τις οικονομίες κλίμακος που τους εξασφαλίζουν χαμηλότερα κόστη. Επιπροσθέτως, οι Κινέζοι κατασκευαστές έχουν το πλεονέκτημα των κρατικών επιδοτήσεων, οι οποίες έχουν βοηθήσει ώστε να στηθούν ολόκληρες νέες βιομηχανίες στους πράσινους τομείς, όπως η ηλεκτροκίνηση και τα φωτοβολταϊκά. Η BMW, η οποία είναι και μέτοχος της Northvolt, αποφάσισε να ακυρώσει την παραγγελία της για μπαταρίες αξίας 2 δις δολαρίων, καθώς η σουηδική εταιρεία αντιμετωπίζει καθυστερήσεις στην παραγωγή που μπορεί να φτάνουν και τα δύο χρόνια. Ο γερμανικός κολοσσός εντέλει προτίμησε την κορεατική Samsung SDI, με την οποία συνεργαζόταν ήδη. Οι καθυστερήσεις της Northvolt δεν αποτελούν έκπληξη, δεδομένου ότι το πολυσυζητημένο εργοστάσιό της στο Skellefteå υπολειτουργεί, παράγοντας μπαταρίες μόλις 1 GWh το 2023, πολύ πιο χαμηλά από την παραγωγική ικανότητά του που αγγίζει τις 16 GWh ετησίως. Η εταιρεία ανακοίνωσε μεν ότι κατάφερε να αυξήσει την εβδομαδιαία παραγωγή της από 15.000-20.000 κύτταρα στις αρχές του 2024 σε 60.000 κύτταρα την προηγούμενη εβδομάδα, ωστόσο συνεχίζει να βρίσκεται μακριά από τον στόχο της για 100.000 κύτταρα την εβδομάδα.

Εντούτοις, η πιο ρεαλιστική κριτική για τη Northvolt είναι άλλη: Η σουηδική κατασκευάστρια έπεσε θύμα μίας συχνής επιχειρηματικής “ασθένειας”, της υπερεπέκτασης. Προσπαθώντας να ανταγωνιστεί τους ισχυρότερους παίκτες του κλάδου και στοχεύοντας να συγκεντρώσει μεγαλύτερη χρηματοδότηση, η Northvolt αποφάσισε να υλοποιήσει πολλά διαφορετικά έργα μαζί. Ενώ το πρώτο της εργοστάσιο υπολειτουργούσε, ανακοίνωσε την κατασκευή νέων μεγα-εργοστασίων— ένα σε συνεργασία με τη Volvo στη Σουηδία, ένα στη Γερμανία, και ένα στον Καναδά. Πλέον, είναι σχεδόν σίγουρο ότι η κατασκευή αυτών των εργοστασίων θα αναβληθεί, αν δεν ακυρωθεί εντελώς. Παράλληλα, η Northvolt ανακοίνωσε την παύση κατασκευής ενεργών υλικών καθόδου και ότι θα πουλήσει ορισμένες άλλες υποδομές της στην Ευρώπη. Υπάρχουν, επίσης, σχέδια για περικοπές θέσεων εργασίας.

Παρά το ενδιαφέρον που προσελκύει η περίπτωση της Northvolt, δεν πρέπει να θεωρηθεί μοναδική. Αντιθέτως, η εξέλιξη της σουηδικής εταιρείας φέρει στο προσκήνιο ορισμένα από τα βαθύτερα προβλήματα της ευρωπαϊκής επιχειρηματικότητας που την καθιστούν λιγότερο ανταγωνιστική. Η Ευρώπη έχει πράγματι να καλύψει πολύ έδαφος για να μειώσει την απόσταση— και την εξάρτησή της— από την Κίνα και τις ΗΠΑ σε μικρότερο βαθμό. Ωστόσο, οι υπερφιλόδοξες επενδύσεις που στοχεύουν σε γρήγορα αποτελέσματα είναι επικίνδυνες. Οι ανταγωνιστές στην Ασία έχουν αφιερώσει δεκαετίες ώστε να αναπτυχθούν. Και όταν προσπαθούν να κινηθούν πέρα από τα όριά τους, όπως συνέβη με συγκεκριμένους τομείς στην Κίνα (βλ. ηλεκτροκίνηση και φωτοβολταϊκά), αναγκάζονται να οπισθοχωρήσουν. Η Ευρώπη δεν έχει ούτε τον πληθυσμό, ούτε την οικονομική προθυμία να στηρίξει ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας σοβαρός και υπεύθυνος σχεδιασμός, με γνώμονα τον πραγματισμό.