Κατά τούτο ταιριάζει προς την αμερικανική αντίληψη που θέλει να βλέπει να αναπτύσσεται το κοσμικό Ισλάμ, εις βάρος των θεοκρατικών καθεστώτων που κυριαρχούν σήμερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Κάποτε η Τουρκία αποτελούσε το ιδεατό για τους Αμερικανούς κοσμικό Ισλάμ, αλλά τούτο ανετράπη από τότε που ο Ταγίπ Ερντογάν ανέτρεψε το κεμαλισμό και σύρει την Τουρκία όλο και ποιο βαθειά στις πλέον αναχρονιστικές εκφάνσεις της μουσουλμανικής θρησκείας.
Για τον λόγο αυτό, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι υπάρχει τουρκικός δάκτυλος πίσω από αυτό το «μουσουλμανικό Βατικανό». Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι την κατάσταση κινεί μια αμερικανική «θρησκευτική διπλωματία». Να σημειωθεί ότι η αμερικανική πολιτική προσπαθεί να αξιοποιεί σε πολύ μεγάλη κλίμακα το θρησκευτικό στοιχείο στην άσκηση διεθνούς πολιτικής. Παράδειγμα αποτελεί η υποστήριξις του Σταίητ Ντηπάρτμεντ προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (κίνησις που προκαλεί την οργή των Τούρκων) προκειμένου να μειώνεται η επιρροή του Πατριαρχείου της Μόσχας σε χώρες όπως η Ουκρανία.
Σε δύσκολη θέση ο Ερντογάν
Βεβαίως από την τελευταία αυτή κίνηση φαίνεται να επωφελείται ο παμπόνηρος Έντι Ράμα, καθώς απώτερος στόχος των Αμερικανών είναι η άσκησις επιρροής στους μάλλον κοσμικούς Βαλκάνιους μουσουλμάνους, όχι μόνον της Αλβανίας αλλά και της Βοσνίας, των Σκοπίων και του Κοσσυφοπεδίου. Οι Τούρκοι όμως δεν βλέπουν να κερδίζουν τίποτε από αυτήν την κίνηση. Απεναντίας τους ανησυχεί η προοπτική, μετά τους Μπεκτασί, να θελήσουν οι Αμερικανοί να επηρεάσουν και να ελέγξουν τους Αλεβίτες, που αποτελούν μιαν ουδόλως ευκαταφρόνητη μετριοπαθή ισλαμική ομάδα στην Μικρά Ασία. Επιπροσθέτως ο Ερντογάν, μπορεί να ευρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση αν δεν αναγνωρίσει το εν λόγω κρατίδιο, διότι θα εκτεθεί ως μη αναγνωρίζων δικαιώματα ομοθρήσκων του. Και να θυμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι το Ισλάμ δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη αιρέσεων, αλλά θεωρεί ότι ο κάθε ιεροδιδάσκαλος δικαιούται να δίδει την δική του ερμηνεία στο ιερό βιβλίο του Προφήτη και ως εκ τούτου ουδείς μπορεί να απορρίψει την ερμηνεία των Μπεκτασί ή των Αλεβιτών.
Kοινότητες Μπεκτασί στην Θράκη
Να σημειωθεί ότι κοινότητες Μπεκτασί υπάρχουν και στην ελληνική Θράκη, κυρίως στον νομό Έβρου, όπου έχουν δύο δικούς τους χώρους λατρείας, οι δε σχέσεις τους με την Αθήνα είναι αρμονικές. Μάλιστα, ως υπουργός Εξωτερικών ο κ. Νίκος Δένδιας τους είχε επισκεφθεί με στόχο την αξιοποίηση τους για την επίτευξη στόχων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. 3.500 περίπου Αλεβίτες – Μπεκτασήδες μουσουλμάνοι ζουν σήμερα στην ευρύτερη περιοχή της ορεινής Ρούσας, του δήμου Σουφλίου και κατανέμονται σε δέκα μεγάλα χωριά (Γονικό, Μέγα Δέρειο, Μεσημέρι, Πετρόλοφος, Μυρτίσκη, Χλόη, Σιδηρώ, Μικράκιο, Κισσός).
Το γεγονός αυτό, έχει δημιουργήσει διάφορες αντιδράσεις, καθώς υπάρχουν και κύκλοι που υποστηρίζουν, ότι η κίνησις του Ράμα για το κρατίδιο των Μπεκτασήδων υποκινείται από την Ελλάδα! Δεν πρέπει δε να αποκλείεται τις φήμες αυτές να τις τροφοδοτούν οι τουρκικές υπηρεσίες. Κάποιοι κατηγορούν ευθέως για άμεση εμπλοκή και τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο.
Τα γεγονότα του 1993
Αλβανοί πολιτικοί και πρώην διπλωμάτες με θητεία στην Τουρκία, ανατρέχουν σε γεγονότα του 1993. Ο πρώην πρέσβυς Σαμπάν Σινάνι, ο διπλωμάτης Μάλ Μπερίσα, ο πολιτικός Φιτήμ Ζέκθι κ.α. που θεωρείται ότι ανήκουν σε δίκτυο υποστηρικτών της Τουρκίας, αναπαράγουν σημειώσεις από συνάντηση της άνοιξης του 1993 στην Κωνσταντινούπολη όλων των αβραμικών θρησκευμάτων (Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Ιουδαίοι), με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Εκεί ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε επιμείνει όπως εκτός των Σουνιτών Μουσουλμάνων της Αλβανίας να εκπροσωπηθούν και οι Μπεκτασί ως ξεχωριστό θρήσκευμα της χώρας. Αυτό αποτελούσε χειρονομία τόσο για την αποδέσμευση των Μπεκτασί απ’ το πέπλο των Σουνί που τότε ήταν πολύ βαρύ και επίσης για την διαμόρφωση της εικόνας που παρουσίαζε η θρησκευτική διαστρωμάτωση της χώρας. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η πράξη είχε απολύτως αντικειμενικό χαρακτήρα και ιστορική βάση καθώς το κύρος ως θρησκειολόγου και μάλιστα Ισλαμολόγου του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου είναι αδιαμφισβήτητο.
Το βαθύ κράτος «βλέπει» ελληνικό δάκτυλο!
Μόνο που τα φερέφωνα της Άγκυρας σήμερα διαπιστώνουν υστεροβουλία: οι προαναφερόμενοι χαρακτηρίζουν την επίμονη προσπάθεια του Αναστασίου τότε ως “σπορά της έρας που φυτρώνει σήμερα και αξιοποιείται απ’ τον Πρωθυπουργό Ράμα”
Πέραν όμως της αντικειμενικότητας και του γεγονότος ότι όλες οι αναφορές προ του αθεϊστικού διωγμού στην Αλβανία του Μπεκτασί τους ανέφεραν ως ξεχωριστή θρησκευτική κοινότητα, η χειρονομία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου απέβλεπε ώστε να κάνει πιο φιλοευρωπαϊκό το προφίλ της διαστρωματώσεως της κοινωνίας της Αλβανίας από θρησκευτικής απόψεως. Δηλαδή είναι αλλιώς να βλέπει κανείς μια αναλογία 70% Μουσουλμάνοι και 30% Χριστιανοί και εντελώς αλλιώτικο το πραγματικό 55% Σουνί, 12% Μπεκτασί, 23% Ορθόδοξοι και 10% Καθολικοί.
Όμως το βαθύ αλβανικό κράτος θεωρώντας ότι στην προκειμένη κίνηση εμπλέκεται και Ελλάς εκφράζει τον φόβο του ότι δημιουργείται ένα προηγούμενο το οποίο μελλοντικά θα επικαλεσθεί ως προηγούμενο για την διεκδίκηση πολιτειακής οντότητος για τους Βορειοηπειρώτες.
Σημειώνεται ότι η σέκτα των Μπεκτασήδων (δερβίσηδων) ανήκει στο Σούφι Ισλάμ και αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του Ισλάμ στην Μέση Ανατολή, την Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια κατά την διάρκεια της Οθωμανικής περίοδοι. Είναι ένα κράμα Μουσουλμανικής πίστεως, Χριστιανικού Ορθόδοξου μοναχισμού και μυστικιστισμού. Οι πιστοί της αίρεσης είναι μονογαμικοί, τρώνε χοιρινό κρέας και πίνουν αλκοόλ.
Οι Μπεκτασήδες μαζί με τους Μεβλεβί και τους Νακσμπαντί θεωρούνται ως οι πλέον γνωστές κατευθύνσεις του σουφισμού την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ οι Μεβλεβί και Νακσμπαντί είχαν περισσότερη επιρροή σε αστικές τάξεις τεχνιτών, εμπόρων και ευγενών, οι Μπεκτασί είχαν περισσότερη απήχηση στα φτωχά κοινωνικά στρώματα χωριών και κοινοτήτων της Αυτοκρατορίας τα οποία αποτελούνταν από αγρότες και κτηνοτρόφους. Οι ιδέες των Μπεκτασήδων συνδέονται με τη φιλελεύθερη σκέψη των φιλοσόφων του 18ου αιώνα στη Γαλλία. Είχαν επαφές με ένα από τα δίκτυα που ανέδειξαν τις ιδέες των φιλοσόφων του 18ου αιώνος.