Σιγή Ασυρμάτου για τους Ελληνικούς Υδρογονάνθρακες – Το Παράδειγμα της Κίνας

Σιγή Ασυρμάτου για τους Ελληνικούς Υδρογονάνθρακες – Το Παράδειγμα της Κίνας
Του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 16 Οκτωβρίου 2024 - 11:55

Η ΕΔΕΥΕΠ εκτιμά τα «δυνητικά» και «πιθανά» αποθέματα υδρογονανθράκων στις κύριες περιοχές ενδιαφέροντος στη χώρα (Ιόνιο και Κρήτη) στα 24 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (tcf), ή 680 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου. Προχώρησε δε και σε μια ακόμη πιο τολμηρή πρόβλεψη, αναφέροντας ότι τυχόν επιβεβαίωση της ύπαρξης αυτών των κοιτασμάτων «υπερκαλύπτει τόσο την παρούσα όσο και τη μέλλουσα εγχώρια ζήτηση φυσικού αερίου καθιστώντας τη χώρα μας εξαγωγική έως τα τέλη της δεκαετίας.» To Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), έχει προηγηθεί των εκτιμήσεων της ΕΔΕΥΠ.

Ήδη από το 2019, αναφέρει, σε μελέτη του, ότι οι περιοχές της Κρήτης και του Ιονίου, εμφανίζουν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70 – 90 tcf φυσικού αερίου, ήτοι,  ποσότητες ικανές να καλύψουν το 15 – 20 % των καταναλώσεων της Ε.Ε. 

Και όμως, το νέο ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε επίσημα την προηγούμενη εβδομάδα αναφέρεται μόνον ακροθιγώς σε αυτή την μεγάλη πλουτοπαραγωγική πηγή. Πιο συγκεκριμένα, στο «τεχνοκρατικό κείμενο», όπως χαρακτηρίζεται, αναφέρεται απλώς ότι την περίοδο 2025-2030 «λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις για την εκμετάλλευση των δυνητικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου» -για πετρέλαιο δεν γίνεται λόγος.

Στην ετήσια οικονομική έκθεση της ΕΔΕΥΕΠ που δημοσιοποιήθηκε στο τέλος του περασμένου μήνα, αναφέρονται οι οκτώ ενεργές συμβάσεις έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα. Η περιοχή του Πρίνου που βρίσκεται σε φάση παραγωγής, το Κατάκολο που βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, και άλλες έξη ακόμη περιοχές που βρίσκονται σε φάση έρευνας (η χερσαία περιοχή των Ιωαννίνων, οι τρεις θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο Πέλαγος (Μπλοκ 2, Μπλοκ 10, Μπλοκ Ιονίου), και οι δύο θαλάσσιες περιοχές στην Κρήτη (Δυτικά της Κρήτης, Νοτιοδυτικά της Κρήτης).

Μπορεί στην Ελλάδα κάθε αναφορά στους υδρογονάνθρακες να αποτελεί κάτι σαν «έγκλημα καθοσιώσεως» (μόλις προ ολίγων μηνών η Πέτη Πέρκα, βουλευτής της Νέας Αριστεράς, που προέκυψε από τη διάσπαση της πρώην κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ,  καταψηφίζοντας την 7η τροποποίηση της Σύμβασης για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων μεταξύ της εταιρείας «ENERGEAN OIL AND GAS» και του ελληνικού δημοσίου, είπε ότι «η εξόρυξη υδρογονανθράκων το 2024 είναι μία συζήτηση που αφορά μόνο το παρελθόν και σε καμία περίπτωση το μέλλον»).

Όχι όμως και σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Η Κίνα που κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με υπερτριπλάσια παραγωγή από τις δεύτερες στον κατάλογο, Ηνωμένες Πολιτείες, ο τομέας των ΑΠΕ αναπτύσσεται ταχύτερα από τον αντίστοιχο της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και πυρηνικές μονάδες και αναμένεται να συνεισφέρει το 43% της παγκόσμιας αύξησης της δυναμικότητας ΑΠΕ. Στόχος του Πεκίνου είναι το 80% του συνολικού ενεργειακού μείγματος της χώρας να προέρχεται από πηγές μη ορυκτών καυσίμων έως το 2060.

Το 2020 η Κίνα δεσμεύτηκε να διαθέτει ανανεώσιμη ισχύ 1.200 GW έως το 2030, αλλά με το ρυθμό με τον οποίο εγκαθιστά νέες μονάδες ΑΠΕ αναμένεται να έχει πετύχει το στόχο της έως το 2025. 

Η αχανής ασιατική χώρα που αποτελεί το μεγαλύτερο επενδυτή παγκοσμίως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι, ταυτόχρονα και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο. Επειδή όμως είναι επιτακτική η ανάγκη να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την ήδη πολύ ισχυρή οικονομία της, επενδύει επίσης σημαντικά στην εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων προκειμένου να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές. Πέρυσι, η κατανάλωση φυσικού αερίου στη χώρα αυξήθηκε κατά περισσότερο από 7,5%.

Από την άλλη, τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν σήμερα λιγότερο από το μισό της συνολικής εγκατεστημένης παραγωγικής ικανότητας της Κίνας, κάτι που συνιστά εντυπωσιακή μείωση σε σχέση με μια δεκαετία νωρίτερα, όταν τα ορυκτά καύσιμα αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα της δυναμικότητας παραγωγής ενέργειας.

Και όμως!

Η China National Offshore Oil Corporation ανέφερε ότι πέτυχε ρεκόρ παραγωγής αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το πρώτο εγχώρια αναπτυγμένο κοίτασμα, Deep Sea 1, που βρίσκεται σε βάθη άνω των 1500 μέτρων, στο δυτικό τμήμα της Νότιας Σινικής Θάλασσας.

Σύμφωνα με το πρακτορείο, Xinhua, το κοίτασμα έχει αποδώσει έως στιγμής περί τα 9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου και πάνω από 900.000 κυβικά μέτρα αργού πετρελαίου. Η παραγωγή πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω καθώς η CNOOC ολοκληρώνει τη δεύτερη φάση ανάπτυξης του πεδίου που θα ανεβάσει την μέγιστη ετήσια παραγωγή φυσικού αερίου στα 4,5 bcm, από 3 bcm, σήμερα.

Το κυριότερο όμως είναι ότι η δεύτερη φάση ανάπτυξης του κοιτάσματος θα επικεντρωθεί στα αποδεδειγμένα αποθέματα φυσικού αερίου που κρύβονται στην θαλάσσια αυτή περιοχή του Ειρηνικού, και τα οποία εκτιμώνται σε περίπου 50 bcm! Νωρίτερα φέτος, η CNOOC ανακοίνωσε μια νέα ανακάλυψη φυσικού αερίου, στο κοίτασμα Lingshui- 36-1, που περιέχει, πάνω από 100 bcm! Η CNOOC και άλλοι κινεζικοί κρατικοί ενεργειακοί κολοσσοί υποστηρίζουν το κυβερνητικό σχέδιο για ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας τα ορυκτά καύσιμα που εισάγονται σε ποσοστό σχεδόν 100% και καλύπτουν το 61% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης θα συνεχίσουν να καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα των ενεργειακών αναγκών της χώρας έως το 2030, δεν απασχολούν διόλου τους σχεδιασμούς της ελληνικής Πολιτείας (τωρινής και προηγούμενης). Ήδη στο νέο ΕΣΕΚ προβλέπεται η μείωση της εγκατεστημένης ισχύος των μονάδων φυσικού αερίου από 7.045 MW το 2025 και 7.885 MW το 2030 σε 6.300 MW το 2040.

Όλα στο βωμό της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου όταν είναι πασιφανές ότι το σχήμα ΑΠΕ χωρίς αποθήκευση δεν αποδίδει και δεν συμβάλει στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.

Αν συνυπολογιστεί και το ότι η συμμετοχή των υδρογονανθράκων στην τελική κατανάλωση μειώνεται στο 54,7% και στο 50,7% το 2040, γίνεται αντιληπτό ότι, παρά τη σημαντική διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο και την εξοικονόμηση ενέργειας, η ενεργειακή οικονομία της χώρας θα εξακολουθήσει να κυριαρχείται από υδρογονάνθρακες.

Για μία χώρα που εξαρτάται από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο σε ποσοστά κοντά στο 70% για να καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες θα έπρεπε να αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα η εκμετάλλευση τυχόν –έως ότου γίνουν οι γεωτρήσεις-  κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που κρύβονται σε υποθαλάσσιες και χερσαίες περιοχές της.

«Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως αποτέλεσμα των υψηλών σχετικά εισαγωγών ενεργειακών πρώτων υλών, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή, στο 73,8% το 2021, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ-27 κυμαίνεται στο 55,5%, κυρίως σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων», αναφέρει  η ετήσια έκθεση του ΙΕΝΕ για το 2023.