Αυτή δεν είναι πρώτη φορά που οι Γερμανοί επιχειρούν να σταματήσουν την κινεζική επέλαση στον τομέα των αιολικών. Τον περασμένο Ιούλιο, οι γερμανικές αρχές ξεκίνησαν έρευνα σχετικά με τη συμμετοχή Κινέζων προμηθευτών ανεμογεννητριών στο υπεράκτιο αιολικό πάρκο που θα διαχειριζόταν η γερμανική Luxcara. Σύμφωνα με τους Γερμανούς, η δικαιολογία για αυτή την προσταυτετική προσέγγιση είναι οι πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού που χρησιμοποιούν οι Κινέζοι κατασκευαστές, όπως το ντάμπινγκ, αλλά και η ασφάλεια αυτών των υποδομών, οι οποίες μπορεί να είναι πιο ευάλωτες σε κυβερνοεπιθέσεις.
Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας έχει διαμορφώσει ένα σχέδιο δράσης ώστε να διασφαλίσει τον υγιή ανταγωνισμό, να βελτιώσει την κυβερνοασφάλεια, και να μειώσει την εξάρτηση από εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών και ανταλλακτικών. Μία από τις βασικές πτυχές του σχεδίου είναι οι εγγυήσεις μέσω της κρατικής τράπεζας KfW προς τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών. Επιπροσθέτως, το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών ασκεί πιέσεις προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ώστε να πραγματοποιούν αυστηρότερους ελέγχους για τις κινεζικές επιχειρήσεις.
Το σχέδιο αυτό καταρτίστηκε σε συνεργασία με το λόμπι των Ευρωπαίων κατασκευαστών ανεμογεννητριών, οι οποίοι ανησυχούν περισσότερο για την αυξανόμενη παρουσία των Κινέζων ανταγωνιστών τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες που κατασκευάζουν ανεμογεννήτριες δηλώνουν έτοιμες να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση που υπάρχει στην ήπειρο με αφορμή την ενεργειακή μετάβαση και την ανάπτυξη των αιολικών μονάδων έναντι των ηλιακών.
Ωστόσο, αρκετές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να παράγουν στο χαμηλό κόστος και τον γρήγορο ρυθμό που έχουν πετύχει οι Κινέζοι κατασκευαστές, κάτι που παρατηρείται και σε πολλούς άλλους τομείς. Με αυτό το δεδομένο, οι ευρωπαϊκές αρχές οφείλουν να μεριμνήσουν για την αλυσίδα εφοδιασμού και παραγωγής ολιστικά, και όχι απλώς να επικεντρωθούν στο τελικό στάδιο, δηλαδή τον περιορισμό των εισαγωγών από την Κίνα.