Φρένο στις φιλοδοξίες της κυβέρνησης Σολτς να μετατρέψει τη Γερμανία σε βαριά βιομηχανία παραγωγής ημιαγωγών έβαλε η αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας Wolfspeed, εγκαταλείποντας τα σχέδιά της για την κατασκευή εργοστασίου στη χώρα. Η εταιρεία –σε συνεργασία με τη γερμανική ZF– επρόκειτο να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο αξίας 3 δισ. ευρώ στο Ενσντορφ της δυτικής Γερμανίας για την παραγωγή ημιαγωγών από καρβίδιο του πυριτίου, που χρησιμοποιούνται ευρέως στα ηλεκτρικά οχήματα. Tο πλάνο ωστόσο φαίνεται ότι «σκόνταψε» στην πτώση της ζήτησης στην Ευρώπη. Η ανακοίνωση έγινε λίγες εβδομάδες αφότου η Intel ανέβαλε ένα σχέδιο για την κατασκευή εργοστασίου 30 δισ. ευρώ στο Μαγδεμβούργο της ανατολικής Γερμανίας. Το έργο, το οποίο επρόκειτο να λάβει 9,9 δισ. ευρώ σε κρατικές επιχορηγήσεις, θα ήταν η μεγαλύτερη ξένη επένδυση στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Για τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς τα σχεδιαζόμενα έργα στο Ενσντορφ και στο Μαγδεμβούργο ήταν ενδεικτικά των δυνατοτήτων της Γερμανίας να γίνει σημαντική δύναμη στη βιομηχανία τσιπ, καθώς διέθετε δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις για να προσελκύσει τους πρωταγωνιστές του κλάδου. «Ακόμη ένα κυβερνητικό σχέδιο κύρους έγινε συντρίμμια. Η φούσκα των επιδοτήσεων έσκασε και οδηγεί σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: η οικονομική πολιτική του συνασπισμού Σολτς απέτυχε», δήλωσε από την πλευρά της η Γιούλια Κλόκνερ, βουλευτής των αντιπολιτευόμενων Χριστιανοδημοκρατών.
Η Γερμανία είχε θεωρηθεί ότι θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στα σχέδια της Ε.Ε. να διπλασιάσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά τσιπ από λιγότερο από 10% σήμερα σε 20% έως το 2030. Οι φιλοδοξίες των «27» ενισχύθηκαν από την αυξανόμενη ανησυχία στην Ευρώπη για την ευθραυστότητα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού και την τεράστια εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου για τσιπ από ασιατικές εταιρείες, όπως η TSMC της Ταϊβάν και η Samsung Electronics της Νότιας Κορέας. Εκτός από την Intel και τη Wolfspeed, η κυβέρνηση Σολτς διαφήμιζε τα σχέδια της TSMC να επενδύσει 10 δισ. ευρώ σε ένα νέο εργοστάσιο στην πόλη της Δρέσδης, μαζί με την ολλανδική εταιρεία ημιαγωγών NXP και τις γερμανικές Bosch και Infineon. Το εργοστάσιο επρόκειτο να λάβει 5 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις.
Η αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας Wolfspeed σχεδίαζε να δημιουργήσει μονάδα για την παραγωγή τσιπ που χρησιμοποιούνται ευρέως στα ηλεκτρικά οχήματα.
Το έργο στο Ενσντορφ αρχικά εκτιμήθηκε ότι θα κοστίσει περίπου 2,7 δισ. ευρώ και θα λάβει 515 εκατ. ευρώ σε κρατική στήριξη, 360 εκατ. ευρώ από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και 155 εκατ. ευρώ από την κυβέρνηση του Σάαρλαντ. Η ZF επρόκειτο να συνεισφέρει 170 εκατ. ευρώ. Η Wolfspeed ωστόσο «πάγωσε» το πλάνο διαμηνύοντας ότι διαθέτει την ικανότητα να στηρίξει τα αναμενόμενα χρονοδιαγράμματα των πελατών της και αναφέροντας τη βελτιωμένη παραγωγικότητα και τις εγκαταστάσεις που ήδη κατασκευάζει στη Νέα Υόρκη και στα κεντρικά γραφεία της στο Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας. Προσέθεσε ότι ενώ οι προοπτικές για τους ημιαγωγούς παραμένουν ισχυρές παγκοσμίως, «η έρευνα αγοράς μας και οι πρόσφατες ανακοινώσεις από αυτοκινητοβιομηχανίες EV τα τελευταία τρίμηνα δείχνουν μια πιο μέτρια στροφή στα EV από ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως».
Οι ειδικοί λένε ότι η εταιρεία αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό από πιο ισχυρούς αντιπάλους με μεγαλύτερη οικονομική δύναμη πυρός: σύμφωνα με την TrendForce, είναι πλέον τέταρτη στην κατάταξη των κατασκευαστών τσιπ από καρβίδιο του πυριτίου, πίσω από τις STMicroelectronics, ON Semiconductor και Infineon. Αντιμετώπισε επίσης τεχνικά προβλήματα σε ορισμένες από τις εγκαταστάσεις της στις ΗΠΑ. H Ανκε Ρέλινγκερ, πρωθυπουργός του Σάαρλαντ, δήλωσε την Τετάρτη ότι το έργο της Wolfspeed «δεν εγκαταλείπεται, αλλά αναβάλλεται για ένα απροσδιόριστο σημείο στο μέλλον, κυρίως λόγω των εξελίξεων της αγοράς». Οι οικονομολόγοι λένε ότι οι αποφάσεις των κολοσσών να εγκαταλείψουν τη Γερμανία δείχνουν πως η πολιτική του Βερολίνου να χρησιμοποιήσει δισ. ευρώ σε κρατική στήριξη για να προσελκύσει επενδύσεις από παγκόσμιους τεχνολογικούς γίγαντες έχει αποτύχει. «Οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν αντιμετωπίζουν τα πραγματικά εμπόδια για τις επενδύσεις στη Γερμανία», δήλωσε ο Ολιβερ Χολτεμέλερ του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Halle.
Οι απανωτές αποτυχίες καταγράφονται στο πλαίσιο των προσπαθειών του καγκελαρίου Σολτς να αναζωογονήσει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, παρά την αποβιομηχάνιση με φόντο το υψηλό ενεργειακό κόστος και τα ρυθμιστικά εμπόδια. «Χρειαζόμαστε περισσότερη ανάπτυξη. Η πίτα πρέπει να μεγαλώσει ξανά», δήλωσε ο Σολτς στην ένωση εργοδοτών BDA στις αρχές της εβδομάδας, υποσχόμενος να συνεργαστεί με τη βιομηχανία για την τόνωση της ανάπτυξης.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)