Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης όμως ήταν ξεχωριστός. Διέθετε μια λογιότητα που σπανίζει στις μέρες μας διότι δεν εγκλωβίζεται στις τρέχουσες κατηγορίες οι οποίες μας βοηθούν να ξεπετάμε την παραγωγή σκέψης. Ήταν βαθύς γνώστης μιας πλευράς του σύγχρονου κόσμου η οποία για τους περισσότερους από εμάς περιορίζεται στην γκρίζα ζώνη της ημιμάθειας. Ήξερε τη Ρωσία και τον πολιτισμό της. Όχι μόνον την Ιστορία της, αλλά και τη μεγάλη λογοτεχνία της. Μπορούσε να ερμηνεύσει τη σύγχρονη συμπεριφορά της Ρωσίας ανατρέχοντας στο αίσθημα που κατέγραψαν οι μεγάλοι συγγραφείς της. Και να λέει ότι όποιος δεν έχει διαβάσει τον «Τάρας Μπούλμπα» του Γκόγκολ δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει την αντίσταση των Ουκρανών απέναντι στη ρωσική εισβολή.
Ήταν μαχητικός διανοούμενος ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης. Έχοντας ζήσει το «θαύμα» της Σοβιετικής Ένωσης ως φοιτητής στην Ουκρανία, δεν άντεχε ούτε σταγόνα κομμουνιστικής ευωχίας. Μου είχε πει ότι όταν έβγαιναν από το αμφιθέατρο στο πανεπιστήμιο, υπήρχε ο πράκτορας που έδειχνε με το δάχτυλο τους αιρετικούς. Σχεδόν γελούσε με όλ’ αυτά. Όπως όταν έλεγε ότι το αγαπημένο όπλο του Ρώσου είναι το τσεκούρι. Η πνευματική του δύναμη του είχε επιτρέψει να πάρει τις αποστάσεις του. Ποτέ δεν τον άκουσα να παραπονιέται για το παρελθόν του και για όσα είχε περάσει. Είχε το θάρρος της ζωής που του έδινε η αγαπημένη του λογοτεχνία. «Ώρες, ώρες με πιάνει απόγνωση όταν σκέφτομαι πού θα πάει τόση αγάπη όταν θα πεθάνω». Αυτοί οι στίχοι της Μαρίνας Τσβετάγεβα δίνουν τον τόνο αυτού που άφησε πίσω του. Και όπως έλεγε ο ίδιος, τον ανησυχούσε η τύχη των «κοριτσιών» του. Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης άφησε πίσω του ένα τεράστιο μεταφραστικό έργο από τα ρωσικά. Άφησε όμως και μια χειρονομία ζωής. Ένας διανοούμενος που αξιοποίησε τις γνώσεις του για να εξοπλίσει το θάρρος του. Το τελευταίο του βιβλίο που διάβασα ήταν το «Ρωσία, ο μεγάλος εχθρός της Δύσης». Όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τη βεβαιότητά του ότι η Ουκρανία θα κερδίσει τελικά τον πόλεμο. «Δες τον Τάρας Μπούλμπα και θα καταλάβεις». Και δεν μπορώ να ξεχάσω τη βεβαιότητά του και την αισιοδοξία του ότι θα νικούσε εντέλει τον καρκίνο που τον είχε χτυπήσει. Πολλές φορές με έκανε να αναλογισθώ ότι η πνευματική σου τιμιότητα κρίνεται όταν έχεις να αντιμετωπίσεις την ίδια σου τη ζωή. Υποκλίνομαι, φίλε ημεδαπέ εξόριστε. Χαίρομαι που σε γνώρισα. Λυπάμαι όμως που δεν σε είχα γνωρίσει νωρίτερα.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)