Και με βάση το πώς εξελίσσονται οι διεθνείς συγκυρίες, είναι πολύ πιθανό πως τα προβλήματα της Γερμανίας θα πολλαπλασιαστούν, ειδικά αν ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του για επιβολή δασμών.
Θα ήταν εύκολο να ενδώσουμε στον πειρασμό και να νιώσουμε schadenfreudeπρος τους Γερμανούς, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δημιούργησαν τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουν και πέρασαν αρκετά χρόνια νουθετώντας τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ωστόσο, δυστυχώς για όλους τους υπόλοιπους, αλλά και την ίδια τη Γερμανία, το κλισέ για την «ατμομηχανή της Ευρώπης» ισχύει απολύτως, με το Βερολίνο να ελέγχει σχεδόν το 25% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Αυτό οφείλει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει να ανέβει μία δύσκολη ανηφόρα για να διατηρήσει το στάτους της ως οικονομική δύναμη. Πώς όμως θα τα καταφέρει χωρίς την ατμομηχανή της;
Πλέον έχουμε δει αρκετά ώστε να αναγνωρίσουμε τα λάθη της Γερμανίας. Οι Γερμανοί δεν έπρεπε να είχαν εγκλωβίσει την οικονομική πολιτική τους μέσω του συνταγματικού περιορισμού του χρέους. Δεν έπρεπε να είχαν βασίσει όλη την ενεργειακή στρατηγική τους στη διάθεσή του Βλαντιμίρ Πούτιν. Δεν έπρεπε να είχαν χτίσει ένα οικονομικό μοντέλο που εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τις εξαγωγές. Δεν έπρεπε να είχαν αφήσει την εθνική ασφάλειά τους στα χέρια της Ουάσιγκτον. Δεν έπρεπε να είχαν τοποθετήσει μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ με το Άρθρο 50.Τα λάθη αυτά προϋπήρχαν κατά πολύ της ετερόκλητης κυβέρνησης Σολτς και θα συνεχίσουν να υπάρχουν ασχέτως του ποιος θα είναι ο επόμενος Καγκελάριος και τι ισορροπίες θα κρατήσει εντός της κυβέρνησής του.
Αν μάλιστα αποδεχτούμε ότι η Έκθεση Ντράγκι είναι σωστή και ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τις προτάσεις που περιλαμβάνει, τότε έχουμε κάθε λόγο να απαισιοδοξούμε όσο η Γερμανία παραμένει η ατμομηχανή— και εν πολλοίς ο μηχανοδηγός— της Ευρώπης. Η ανασύσταση της ΕΕ που προτείνει ο Ντράγκι απαιτεί αύξηση του κοινού χρέους με στόχο τις επενδύσεις, κάτι που αντιτίθεται στην παραδοσιακή γερμανική νοοτροπία περί δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πέραν της οικονομικής στρατηγικής, οι γερμανικές ηγεσίες έχουν διαχρονικά αποδείξει πόσο αναποτελεσματικές είναι όσον αφορά στη διαχείριση του γεωπολιτικού και διπλωματικού ρόλου της ΕΕ. Σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που πρέπει να λύσουν οι Γερμανοί στο εσωτερικό τους, ίσως έχει έρθει ο καιρός να αλλάξουμε τον οδηγό, ώστε να καταφέρουμε να βάλουμε το τρένο της Ευρώπης σε νέες ράγες.
Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι να ακυρωθεί η όποια φιλοδοξία περί κατάργησης του βέτο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, κάτι που θα καθιστούσε τα μικρότερα κράτη ομήρους των ανεξέλεγκτων σχεδίων της Γερμανίας. Παράλληλα, τα μικρότερα κράτη, και ειδικά όσοι «φυλούν τα ευρωπαϊκά σύνορα» όπως η Ελλάδα, πρέπει να οικοδομήσουν μεταξύ τους συμμαχίες ώστε να ασκούν πολύ πιο έντονες πιέσεις προς τους γενικώς εφησυχασμένους της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Τέλος, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, οφείλουν να αποφασίσουν αν τελικά επιθυμούν μία πραγματικά ενωμένη Ευρώπη— με ό,τι αυτό συνεπάγεται— ή μία λέσχη φίλων, όπου καθένας εξυπηρετεί αποκλειστικά τη δική του ατζέντα.